|
Ο μπαμπάς τους ήταν πάντα υπερήφανος. Ήθελε να κυκλοφορεί μια ζωή με το μέτωπο ψηλά.
Τη θυμάμαι αυτή τη φράση. Γύρναγε στη γειτονιά και την γάβγιζε μαζί με άλλα ακατάληπτα που πάντα κατέληγαν στο μέτωπο που έπρεπε να είναι ψηλά, το δικό του μέτωπο, της γυναίκας και των παιδιών του χαμηλά.
Έτσι έπρεπε. Δηλαδή έτσι ήθελε αλλά ο μπαμπάς τους είχε μια τάση δόλιου μπερδέματος του ''θέλω'' με το ''πρέπει''.
Στο σπίτι τους λοιπόν ό,τι ήθελε εκείνος μεταφραζόταν σε ό,τι έπρεπε να γίνει.
Τον ένοιαζε το μέτωπο ψηλά, ίχνος ντροπής δεν πέρασε ποτέ ούτε καν ξυστά από μέσα του.
Όταν έμπλεκε και κάποιος καλούσε την Αστυνομία να τον μαζέψει το όργανο της τάξης του ζητούσε ταυτότητα κι εκείνος με ύφος προσβεβλημένου (όχι για τις πράξεις του, αλίμονο) φώναζε πως δεν έχουν δικαίωμα να του ζητάνε εξακρίβωση στοιχείων και ''τι, τώρα κάνετε ρε μπάσταρδοι, ότι δε με ξέρετε;''
Στη συνέχεια φώναζε το ονοματεπώνυμό του μαζί με τη διεύθυνσή του και τον αριθμό του τηλεφώνου του λέγοντας πως δεν έχει ανάγκη κανέναν αυτός κι αν τολμούσε κάποιος ας κόπιαζε.
Έλεγε πολλά διάφορα. Για την κοινωνία που αλλάζει, τον κόσμο, τη χώρα που αλλοιώνεται η σύνθεσή της, ότι όλα αυτά είναι μέρος ενός καλά οργανωμένου σχεδίου που αυτός το ξέρει, το έχει διαβάσει, το περιμένει χρόνια τώρα κι είναι έτοιμος.
Έσο έτοιμος. Έτσι αποχαιρετούσε τους λίγους ανθρώπους που είχαν απομείνει να του μιλάνε στη γειτονιά.
Προ ημερών τον προσπέρασα σε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά των νέων ταυτοτήτων.
Δεν ξέρω αν με αναγνώρισε, έχει περάσει και καιρός από τότε που μοιραζόμασταν το ίδιο στενό, έμενε για χρόνια δυο πολυκατοικίες δίπλα από το σπίτι μου, πάντως δεν είχα προλάβει να κάνω δεύτερο βήμα περνώντας από μπροστά του όταν μού πέταξε ''ο Θεός σε βλέπει και θα κάνει μία έτσι, να στο σπάσει το κούφιο το κεφάλι σου''. Ασυναίσθητα γύρισα το βλέμμα μου προς το μέρος του, το δικό του παρέμενε χαμηλωμένο.
Μπορεί να μην απευθύνθηκε καν σε μένα. Ποιός ξέρει.
Αυτό που έμαθα και ξέρω και για το οποίο είμαι πολύ χαρούμενος είναι πως η γυναίκα και τα παιδιά του αφού φιλοξενήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα στους χώρους αλληλεγγύης του Δήμου κατάφεραν γι' αρχή να νοικιάσουν ένα μικρό υπόγειο με τα πρώτα χρήματα που έπιασε στα χέρια της εκείνη ως εργαζόμενη, κάτι που φυσικά απαγορευόταν όσα χρόνια υπήρξαν παντρεμένοι.
Ήταν ακόμα ένα θέλω εκείνου που της το είχε μεταφράσει σε πρέπει.
Μου είπαν μάλιστα πως την άκουσαν να λέει πως η μαύρη πέτρα που έριξε στο γάμο της εκείνο το μεσημέρι ήταν η καλύτερη απόφαση που είχε πάρει μέχρι τότε στη ζωή της.
Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου καθώς απομακρυνόμουν από την συγκέντρωση του αφιονισμένου πλήθους, το οποίο σκοτείνιασε παροδικά όταν σκέφτηκα αν εκείνος ο Θεός στον οποίο αναφέρθηκε καθώς περνούσα από δίπλα του υπήρχε όντως κι αν ήταν διατεθειμένος να κάνει κάτι για την περίπτωση ανθρώπων σαν τον συγκεκριμένο πιστό του.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|