| Χλωμό το λιόφως,
κεχριμπαρένιο, πέφτει,
στα δέντρα πάνω,
οκνιάρικα που σειώνται
από το ανεμίδι,
με τη δροσάτη άχνα…
Κι αυτά του δίνουν,
ανάρια, κάποια φύλλα,
που 'χαν τη φούρια,
φυρά, να σουρφανιάσουν,
και στέκονταν στο νύχι,
για σούρντισμα, στη θράψη....
Με φύρες τέτοιες,
πως, καλοκαίρι φέβγει,
ακούς, τριγύρω...
Μα, δεν θα τ' ορκιζόμουν...
Μέρες, σαν τούτη, σιάχνουν,
μιας ρέγουλας, την άρνα...
Δεν έχει φύγει.
η περασάδα κείνη,
της λόχης, βάγια,
της σύγκλυσης, βυζάστρα,
που έσπειρε τη νίλα…
Μνήσκει εδώ ακόμα...
Μον' είν' πιο κάντια,
και πιο ξεθυμασμένη...
Και τρόπο ψάχνω,
η κούρνια μας να γένει...
Τι, σκάρισμα του χρόνου,
το λαρωμό σοδιάζει...
Κει π' απαντιώνται,
το φέγγος, το σκοτάδι,
στης κλείσης κόρφο,
το θέλω, της καρδιά μας
το ρήμι, να ξεφύγει,
πολύκαιρο μαϊτάπι...
Θαρρώ πως θα 'ναι,
κει, κάλιο για τους δυο μας,
μιας και, ψηφούμε
τα όνειρα, πιο πάνω,
απ' της σοδειάς, τη τζόγια,
που τους πολλούς μαβλίζει...
Θα φτάσει νύχτα,
ταχιά, και στου Μπρουμάρη,
αγκάλη, λίγος,
καιρός, θε ν' απομείνει
αχ, για ν’ ακροπατούμε,
στο γνέμα που μας δένει...
Από την ούγια
των σύγυρων, πιο πέρα,
που, ρέγκι έχουν
κοράλινο, χειμώνας,
και νύχτα καρτερέβουν,
και κάποτες θα φτάσουν...
Μα ως τα τότε,
αχ, γνέμα, μη μαζέβεις,
με ρούσο χρώμα...
Πες, είναι καλοκαίρι,
ακόμα, και αγάπη,
μη δίνεις του Βροχάρη...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|