| Τους κάβους έκοψες με μιας και στο κατάρτι απάνου
κρέμασες μια πειρατική ασπρόμαυρη παντιέρα
και κάποια καθημερινή, σαν όλες τσ’ άλλες, μέρα
να ακολουθήσεις ζήλεψες τα ίχνη του Μαγγελάνου
Στο αίμα σου πόθος άσβεστος για μακρινά λιμάνια
για αχαρτογράφητες στεριές για μήκη και για πλάτη...
Η αρρώστια του ταξιδευτή; Το μίασμα του απελάτη
που δεν ξορκίζουν οι γητειές, δεν διώχνουν τα λιβάνια;
Μα πριν στη θάλασσα ριχτείς, στου ωκεανού το ρεύμα
προτού τις νέες που ήλπιζες στεριές ν’ ανακαλύψεις
περίπλου σκέφτηκες μικρό – μικρό να επιχειρήσεις
γύρω από σένα, κάτωθε απ’ το φθαρτό σου δέρμα
κι ως χάθηκες στ’ ανήλιαγα κανάλια της ψυχής σου
και πέρασες από στενά, νεροσυρμές, παγίδες...
έμαθες πως τρελαίνονται οι δείκτες κι οι πυξίδες
σαν προσεγγίζεις το άγνωστο κέντρο της ύπαρξής σου
κι από καιρό κατάλαβες κι είπες «αλί σε μένα
αν σ’ είχα πρώτα, θα ‘ξερα, στερνή, στερνή μου γνώση
Ότι είναι μάταιο κανείς πέλαα να πλέει ξένα
αν τη δικιά του θάλασσα πρώτα δεν έχει οργώσει»
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|