| Καθώς σου γράφω τον μεγάλο τον καημό,
που η ψυχή μου δεν εδούλεψε για σένα,
κρατάει πιάτο και ζητάει να χορτασθεί,
από τα αδιάφορα και ολόκουφα αστέρια.
Κι ενώ κρατάω βλέμμα αφ’ υψηλού,
απέναντι στον βλάκα εαυτό μου,
εκλιπαρώ και την ανόητη ψυχή,
να βρει τον δρόμο για μπει μες το μυαλό μου.
Ενώ υποφέρω και κανένας δεν με θίγει,
μα να, οδεύει εδώ η μυρωδιά απ την βροχή,
σαν μια ελπίδα του εαυτού που 'χει ξεφύγει,
και αφού σώθηκε γυρνάει για επισκευή.
Αυτή κρατάει όρθιο το κορμί μου,
αυτή μου λέει πως είναι εδώ για μένα,
με όλα τα φύλλα που έχουν πάνω τους νερό,
που εγκλώβισε το φως από τ ’αστέρια.
Για αυτό με βλέπεις τόσο ανθεκτικό,
να κουβαλάω όνειρα τραυματισμένα,
γιατί ενώθηκα με άστρα και βροχή,
για να τους πω πως δεν μυρίζουν πεθαμένα.
Για αυτό με βλέπεις πάντα γελαστό,
σαν ευτυχή σε μια αθλία παρωδία,
γιατί συμφώνησαν αστέρια και καιρός,
να με γεμίζουν φως νερό κι ελπίδα.
Κι ενώ σου γράφω πως δεν έχω πια ανάγκη,
ότι έφταιξα και μ’ άλλαξε μια αστραπή,
ενώ σε αδίκησα και γράφω λυπημένος,
με πλούτισες, και έλα κλέψε ότι ποθείς.
Έτσι θα δείξεις ότι πήρες την συγγνώμη,
και την θέλω τόσο ετούτη την κλοπή,
μου 'δειξες την πληγή να ζω για μένα,
και το χρέος μου ποθεί να καλυφθεί.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|