| Ι.
Θαρρώ πως πρέπει,
να βρω μαγίστρα κάποια,
που να διαβάζει,
που χρήμα να ξοδέβει,
για τα βιβλία,
περσότερο απ' όσο,
για τα πρεπίδια…
Χρυσοκυρά να έβρω,
που τη στενέβει
το σπιτικό της, πλήσια,
με τα καδέρνα,
και τα κιτάπια πόχει...
Που, μ' όσα θέλει,
πολύ, να καπακίσει,
να 'χει μια λίστα,
κι απ' τα δεκαοχτώ της,
μια κάρτα γρίβα,
για κάποια λιμπραρία,
δανειστική, δημόσια…
Θα τη γνωρίσω,
ευτύς, σαν θα την έβρω,
από τ' άκοπο
βιβλίο, που ξεπέχει,
από μια τσάντα,
μισάνοιχτη ανέγοια,
σε ζόρκο ώμο...
Απ' την τρανή λαχτάρα,
θα τη γνωρίσω,
που θ' αψοκοκκινίζει,
ειδή της κάλλια
στη θέα, μακρεμένων
ραφιών, με φόρτο
πολυκαιρίτες τόμους…
Θα τη γνωρίσω,
απ' την ιαχή που θα 'βγει,
γιομάτη τζόγια,
από γραμμένα χείλη,
σα θα 'βρει, κειο που θέλει...
Θα την ξεκρίνω,
σε μαγαζί μ' αντίκες,
τι, θα μυρίζει,
σελίδες καιραμένες
βιβλίου, μ' άγια
προσήλωση κι αγάπη,
αχ, σε χλωμάδα
και θράψη βουτηγμένη…
Θα την ξεκρίνω,
σε δρόμου καφενείο,
τι, ρόφημά της,
απ' ώρα, θα 'χει χάσει,
καϊμάκι, θέρμη,
ως είν' παραδομένη,
σ' ανάγνωσμά της...
Από την ταραχή της,
θα την ξεκρίνω,
διαβάζοντας, σα χάνει
λεωφορείων στάσεις…
ΙΙ.
Θα τη σταρώσω,
καφέ, βουβά, να πίνει,
θα 'ναι χωμένη,
σε κάποιου ρομαντσιέρη,
ή και ποιητάρη,
τον φαντασμένο κόσμο...
Θα κάτσω δίπλα,
το βλέμμα της θ' αστράψει,
τι, με ανάμπλες,
δε θέλει ν' αναγνώθει…
Θα τη ρωτήσω
αν της αρέσουν, κάπως,
τα που διαβάζει.
Καφέ θα της προσφέρω
ζεστό, της ώρας,
κι ανάρια θα μιλάμε,
με κάποια βάρδα,
στα λόγια, στες εκφράσεις,
ζητώντας μιαν ανέσεια...
Για το Σαχτούρη,
τη γνώμη μου, θα πω-της,
κι αυτή για τον Φροστ...
Αν έχει Προυστ διαβάσει,
θα τη ρωτήσω...
Να μάθω θα πασκίσω,
τι έχει νιώσει,
απ' τ' Όνομα του Ρόδου...
Τι γνώμη έχει,
για του Ελύτη ήλιο,
και του Νερούντα,
ηδονικά μεθύσια,
θα την ξετάσω...
Για του Μπουκόφσκι τρέλες,
για πάθη της Νιν...
Να μάθω, θα θελήσω,
αν στου Γουόλλερ,
ανταίνει τη Φραντζέσκα,
ή θέλει να της μοιάσει...
Θα πάμ' αρόδο
μα θα την έβρω πάλι,
το που, πως, ξέρω...
Αγάλια ένα κλώσμα,
με ρούσο ρέγκι,
αφάνερο, καρδιές μας
θα τες φελιάσει...
Βιβλία θα της δίνω,
με λόγο κάποιο,
γιορτές, γενέθλια, σκόλες...
Θα της χαρίζω
τες λέξεις, με νουβέλες
και νέτες ρίμες...
Να νιώνει πως οι λέξεις
αγάπη είναι...
Να γνώθει πως διαφέρουν
ζωές και λίμπρα,
που βρίσκουν, πάντα, μίτο,
των νύχτιων λαβυρίνθων...
Μπορεί να θέλει,
τη ζήση της να κάνει,
ως το βιβλίο,
που έχει αγαπήσει,
βαθιά, με πάθος...
Τι, μέσα κει, υπάρχω,
με κάποιον τρόπο,
και θέλει να το βγάλει,
με φέρσιμό της,
ονειροπόλο πλήσια...
Θα πω-της λέξεις,
π' αλήθεια δεν την κρύβουν...
Το τέλος, ξέρουν,
οι δόμνες που διαβάζουν,
και τη συνέχεια,
σενάριο πότε κρύβει...
Ποιοι είναι, ξέρουν,
καρδιάς σκανίτες μπρούσκοι,
και ποιοι είν' τα καρτάλια...
ΙΙΙ.
Δεν τα μετράω,
τα όσα πια δεν είμαι,
δε με κιοτέβουν...
Οι δόμνες που διαβάζουν,
νογούν πως, φύση
αλλάζει των ηρώων,
στα χρόνο, μέσα...
Ιδιαίτερα, για τούτο,
αν βρω μια δόμνα,
με πείσμα, ν' αναγνώθει,
θα την κρατήσω,
για πάντοτες, κοντά μου…
Μπορεί να κλαίει,
αχάραγα, βαστώντας
βιβλίο κάποιο,
σφιχτά, στο στήθος πάνω,
να 'ν’ σα χαμένη,
για μια-δυο ώρες, κάπου,
μα, πάντα, θα γυρίζει...
Θα κραίνει, ίσως,
σαν κάποια παλαδίνα,
απ' τα βιβλία,
που έχει μελετήσει...
Τι, είναι, πάντα,
αληθινοί, κομάτι,
οι ήρωές μας,
εντός μας, και ξεβγαίνουν,
σα βρούνε ράστη,
και ανοχή και άδεια...
Μπορεί να πω-της
να μείνουμε αντάμα,
σε μιαν ανάμπλα,
ορμήνειας σε μια τάξη
ή μέσω βάιμπερ
μια μαρτυριά σα βγάζει...
Μπορεί ν' αγοῒσει,
μ' αφού, πολύ διαβάζει,
να το προσμένει, πρέπει...
Θαρρώ μ' αξίζει,
να βρω μια τέτοια δόμνα,
που να με πάει,
σε θωριακούς της κόσμους,
γιομάτους χάρη,
της φαντασίας κόσμους,
πέρ' απ' τον ντρένιο,
που έχω εδικώσει...
Που θα μου δίνει,
Απλόχερα, το γέλιο,
καρδιά μου, ώσπου,
να φτάνει σε σταλίκια…
Που ν' απαγγέλει,
κι η χειμωνιά να φέβγει.
Κι αλήθεια, ξέρω
μια δόμνα, που το ζάρει
αχ, να διαβάζει,
και ίσως και να γράφει,
ανάρια κάποιες ρίμες...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|