| Οι Λευκές Γοβες
Πέρασαν πολλά χρόνια στα μέρη της προσμονής, καθώς περνουσε
Κάνοντας όνειρά παραμυθένια
Ναρθει εκείνος ο βουβος πριγκηπας
Να της φορέσει τα γοβακια σαν άλλη Σταχτοπούτα για να την οδηγήσει σε 'κείνη την πόρτα.
Κάποια μέρα άστραψαν τα μάτια της μπροστά σε μια βιτρίνα με λευκές γοβες :Αυτές είναι για μένα είπε!
Θα τις πάρω κι ας μένουν στο κουτί
Μέχρι να ξυπνήσει το όνειρο.
Και κύλησε ο καιρός....
Χρόνια ανοίγει το κουτί, τις χαϊδεύει,
Κι ενώ ξέρει ότι είναι όνειρο, δεν παραιτειται
Τις φορά, δακρύζει, και τις ξανακλείνει στο κουτί του ονείρου
Πέρασαν δεκαετίες, μεσιασε ο αιώνας και προχωρά, κι ακόμα περιμενει
Την τελευταία φορά που πήγε να τις φορεσει
δεν χωρούσαν πια τα πόδια της
Λες και ήθελαν να την εκδικηθουν που τόλμησε να ονειρευτεί
Χαμογέλασε και τους ειπε
_Δεν πειράζει! Στο ταξιδι μου για τον ουρανό θα σας φορέσω!
Εκεί... Θα υποκύψετε, μη περπατήσω ξυπόλητη στ'αστερια
κ.λ inokrini
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|