| Γεννήθηκα στης Αμμοχώστου μια μικρή πλατεία
παιδί του ονείρου και της ξαστεριάς
μα χόρεψα οτι χόρευαν τ’ανήλεα θηρία
ζειμπέκικο στις στάχτες της φωτιάς
Χρώματα κι αρώματα θάφτηκαν στο χώμα
μισόκλειστες οι πόρτες των τάφων των σπιτιών
μακριά πολυ μακριά υπάρχει ζωή ακόμα
σκυφτή ματόβρεχτη ανάσα στο χάος των καιρών
Θ’ανοίξουν κάποτε τα τεθλασμένα στεγανά
τα συντρίμμια θα ουρλιάξουν και θα εκραγούν
η μέρα ξημερώνει οργώνει πρώτη τη ματιά
σπαταλημένα τα σκοτάδια πια λαμποκοπούν
φέρνει το τραγούδι μου σιωπή και βουβαμάρα
λέξεις του παράφορου λόγια του καημού
όσοι το ψελλίζετε διώξτε την αντάρα
να φέξει πάλι ο ήλιος του μυαλού
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|