|
Αχνό το φως του σαν θα δει
την σκάλα σκαρφαλώνει
κι έτσι με το γαλόνι
πετρέλαιο ρίχνει με σπουδή
με μια βαρβάτη αρμαθιά
στην τσέπη κρεμασμένη
και με ματιά σφιγμένη
βλέπει την θάλασσα βαθιά
κάτι του τρώει τα σωθικά
το βλέμμα του γυρίζει
ναυάγιο του μυρίζει
παντού σκορπάνε υλικά
κύματα σκαν στην ξαστεριά
-της μοίρας ειμαρμένη-
στα βράχια ξεχασμένη
κομμάτια βάρκας στη στεριά
σπασμένα ξύλα ένα σωρό
κι η Αϊσέ πιο πέρα
πετιέται στον αέρα
γυμνή σαν να ‘τανε μωρό
τραβά τα πλούσια της μαλλιά
παλεύει να την σώσει
με δύναμη άλλη τόση
την έχει τώρα αγκαλιά
βγάζει μια ύστατη πνοή
η δόλια από τ’ Αλγέρι
τώρα φιλά το χέρι
που την βαστούσε στην ζωή
κι αν κόπασε η φουρτούνα αυτή
μέσα τους άρχισε άλλη
ακόμα πιο μεγάλη
είχαν για πάντα ερωτευτεί
έτσι περάσαν οι καιροί
περάσαν και τα χρόνια
φουρτούνες, μπόρες, χιόνια
σβήσανε όλα, σαν κερί
περίμεναν τον πρώτο γιό
του έρωτα καρπός τους
μα ο θάνατος εμπρός τους
είχε η γυναίκα το χτικιό
δίπλα της ξάπλωσε ευθύς
με το όπλο στο κεφάλι
κι η σκέψη του απ’ την άλλη
του λέει: θα λυτρωθείς
….έτσι τους βρήκαν την αυγή
σαν έσβησε ο φάρος
και μέσα ένας γλάρος
που πάλευε να βγει….
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|