| Στον κάμπο από πολύ νωρίς να ξεριζώνει
κι η σκέψη να προλάβει το φαι την ζώνει
κάλοι στα πόδια της καινούργιοι φυτρώσαν και πονά
πίσω στο σπίτι μιά μουρμούρα περιμένει
η πίτα που χε ψήσει το πρωί, λίγο καμμένη
ο "άντρας" της απ'το καφενείο τύφλα ξανά γυρνά
βρωμολογα θα βγουν μέσα από δόντια σάπια
πριν από το προξενιό θυμάται ήταν κάποια
μες το σεντούκι η προίκα της σεμεδακια κεντητά
πλεξούδες στα μαλλιά όλες με μαεστρία
στον αρραβώνα της δεν ήταν δεκατρία
της πρώτης της νύχτας άκουγε τα αναφιλητά
μια κούπα έριξε στην κατσαρόλα ρύζι
η σούπα έβρασε σιγά σιγά και πήζει
χτυπά το χέρι του πάνω στο τραπέζι τους βαριά
κοιτάζει για βοήθεια σε μια παλιά εικόνα
τα δάκρυα κρυφά σκουπίζει στον αγκώνα
θα σ' ανάψω ίσα στο μπόι σου λαμπάδα Παναγιά
φαρδύ πλατύ στο πάτωμα τον Γιώργη βλέπει
σαν του ψαριού τα μάτια του που του βγαζαν το λέπι
το αίμα από το στόμα του πεθαμένου έχει βγει
...αλάτι ρίχνει μπόλικο κι ένα λεμόνι
άραγε πιο καλά τώρα που θα μαι μόνη
να βγάλει θέλει, μα δεν μπορεί η δόλια την κραυγή...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|