| Στο πανικό της συμφοράς
τη μοίρα σου λυπήθηκα
Μα πριν φτάσει ο φονιάς
με δάκρυ σ’απαρνήθηκα.
Ησουν του κόσμου θησαυρός,
της χαραυγής καμάρι
Κι εγινες πίκρα,καημός
σκέλεθρο και κουφάρι .
Στον Κάψαλο και στη Δροσιά
για σένα ρώτησα
Μου’παν πως είσαι ξενητειά
και βαριαρρώστησα.
Έψαξα για παρηγοριά,
το όνειρο θέλησα ν’αλλάξω
Σ’άλλη πιο κοντινή στεριά
δέχτηκα τη ζωή μου να χαράξω.
Δωσ΄ μου κουράγιο και καρδιά
δωσ’ μου Θεέ μου νιάτα
Να βρω τα χνάρια της ξανά
και την παλιά της στράτα
Σαν Οδυσσέας που γυρνά
με διψασμένη αγκάλη
Άσε πριν μ’εύρει πια η νυχτιά
ν’αράξω στο γνώριμο σου ακρογιάλι.
Μόνος στη μέση ξένου ουρανού
θυμάμαι τώρα και ραγίζω
Σβήνω στ’αγιάζι του καιρού
μα τ’όνομα σου ψιθυρίζω.
Και σου φυλάω το καρτέρι
μαζί σου πρώτος να σύρω εκείνο το χορό,
Κι απο τον ήλιο σου ενα μεσημέρι
να πιώ να δροσιστώ.
Κι οπως διαβαίνει η ζωή
στη νοσταλγία σου δεμένη
Ακούω πάντα μιά φωνή,
αντάρα στο μυαλό μου ριζωμένη
«Γίνε φωτιά Αμμόχωστος κάψε τα σκοτάδια,
Άνοιξε τα μεγάλα σου φτερά
και πέταξε απ’τα βρώμικα ρημάδια.»
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|