| Βρέθηκα άβουλος σε στέκια μακρινά
ήλιου να βρω περάσματα και φως
προσμένοντας χαρές και βράδια γιορτινά
νεανική μου άγνοια κι ο πόθος αδελφός
Μαύρες οι θάλασσες οργής από τα στήθη,
νοιώθω διωγμένος της ζωής από καιρό
κόντρα στην μοίρα, στο δικό μου παραμύθι
αστείους να πιστεύω να χω όνειρο να ζω
Ματώνει ασυνείδητα του λάθους η πληγή
και η ευχή της ίασης, αργεί και δε ζυγώνει,
δέκα τα χρόνια συναπτά μου βγαίνει η ψυχή
σκέψη που μόνο με εξαντλεί και με πληγώνει
Σαν όλες θα χαθούν οι ελπίδες που με ζούσαν
την άτυχη ζωή μου θα σκεπάσει η σιωπή
κι οι κόλακες οι άθλιοι πιστά π ακολουθούσαν
τις σάρκες θα σκυλέψουν αχρείοι ποταποί.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|