| Πέρασα τις πόρτες της πόλης
ανθρώπους έψαχνα να βρώ κι εσένα
διάβηκα τα πλακόστρωτα σοκάκια
τις ισάδες, που βγάζανε στους μεγάλους δρόμους
όλα θαρρώ τα πέρασα
ανθρώπους βρήκα
μα κατάλαβα...Οτι σαν κι αυτούς,, έβρισκα κάθε μέρα
εσένα ήθελα
εσένα που μου έταζες φεγγάρια
ίσως τους ήλιους να τους φοβόσουν
και σε βρήκα, εκεί στην δύση της ημέρας
Σε είδα να κάθεσαι, μπροστά σε μια μεγάλη κούπα καφέ
και ένα μισοσβησμένο τσιγάρο στο τασάκι
νόημα μου έκανες να πλησιάσω...
Κι άρχισες πάλι να μου αραδιάζεις για άστρα και φεγγάρια
δεν χρειάζοταν να επαναλαμβάνεις ότι θα μου τα χάριζες
το ήξερα
κι ήταν η ώρα εκείνη που άρχισε να βγαίνει ένα φεγγάρι
θολό και πρόστυχο
χωρίς την ομορφάδα που χαν αυτά των ποιητών
πότε κρυβόταν μέσα στα σύννεφα
πότε έτρεχε στον ουρανό
ήθελα να ψυθιρίσω
μα τόλμησα να φωνάξω
δεν το θέλω, έχει κανένα κατάλυμα σ αυτή την πόλη;
Για μένα για να μείνω απόψε;
κάτι πήγες να πεις
αλλά σε πρόλαβα
να μείνω μόνη εννοώ
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|