| ΝΑ ΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ Ή ΝΑ ΜΗ ΖΕΙ;
Ποιος θα βρεθεί να συμφωνεί, στης ζήσης τα μοιραία,
που κλαίμε στα γεράματα, σχεδόν και κάθε μέρα,
καθώς είμαστ’ αδύναμοι σ’ αρρώστιες, σε τροχαία…
και σ’ όλους μας που ενδημεί του Χάρου η φοβέρα;
Όλοι θα συμφωνήσουνε πως δε θα το μπορούνε
τα γηρατειά τους δύσκολα να ’ναι και μες στο κλάμα
και με το φόβο τους μπροστά, που όλοι θα θαφτούνε,
να μην αντέχουνε να ζουν, «συν κι άλλων», τέτοιο δράμα.
Κι εσύ, βρε ά-Χαρε, βαρείς με επιπλέον πόνους,
αφού και πόνοι τούς βαρούν, που ξέρουν πως θα φεύγουν;
Τι σαδισμός είναι αυτός, πονούν π’ αφήνουν θρόνους,
και βάζεις πόνους κι άλλους πια, που θέλουν ν’ αποφεύγουν;
Δώσε μια στάλα αναπνοή –μπουκάλα οξυγόνου–
σ’ αυτούς που προγραμμάτισες το κάρο σου να φτάνει,
να δουν ως μέλλοντες νεκροί –που δε γλιτώνουν πόνου–
αν θέλουν κι άλλο που να ζουν σαν να ’χουνε πεθάνει.
Τέλειος Χάρος θα γενείς αν πράξεις ακολούθως
–κάμνοντας να πεθαίνουνε όλοι μετά χαράς τους–
παίρνοντας και τ’ απάνω σου –Χάρος είσαι, τι μύθος;–
που θ’ αψηφούν το θάνατο μ’ εσένα, πια, ίνδαλμά τους.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|