Αγγίζουμε το θάνατο
τα φτερά ενός μαυροφορεμένου αγγέλου
με πικρό χαμόγελο και ψυχρά μάτια
κοιτάζουμε πίσω, -τάχα σαστισμένοι!-
και φοβόμαστε να πούμε αντίο σ' όσους αγαπάμε
κι εκείνοι, φοβισμένοι, με γουρλωμένα, βουρκωμένα μάτια
κουνάνε το μαντήλι του αποχωρισμού
δεν υπάρχει ανάσα, δεν υπάρχει πνοή
όλα χάνονται σε κλάσματα του δευτερολέπτου
όλα κρέμονται απ' το λεπτεπίλεπτο σχοινί του χρόνου
ποιανού ψαλίδια -τάχα φθονερά!- θα μας αποδεσμεύσουν από άδολες ευθύνες;
θάνατε καραδοκείς, άγριο θηρίο του απαράμιλλου μίσους
θυμίζοντας -τάχα περιπαικτικά!- πώς όλα πληρώνονται κάποτε
το τίμημα μεγάλο, μα ο πόνος όλο και πιο αισθητός
κι αν κάποτε νιώσεις το μαχαίρι του θανάτου
να σ' αποχωρίζει απ' όσα κάποτε -τάχα αθώος θνητός!- αγάπησες
να ξέρεις
πώς θα ταξιδέψεις στα τούνελ της απέραντης -τάχα τρομακτικής- σιωπής!