| Με το σκοπό τους ήξερα να φτιάχνομαι μοιραία
που άκριτα κι ανέκφραστα άκουγα από παιδί
να περπατώ ξοπίσω τους έμαθα και παρέα
με τ΄ άλλα τα ανέκφραστα και τα ομοειδή.
Κι είχε ριζώσει ο σκοπός στα χείλη μου επάνω
κι έτσι τον έλεγα κι εγώ στους άλλους ν΄ ακουστεί
μα στη βαζούρα ένιωθα σαν κάποιο τσαρλατάνο
που δέχεται αγόγγυστα τον καταπατητή.
Και αποχαυνωνόμουνα μ΄ όσα ποθούσαν άλλοι
και μ΄ έναν υπερκόσμιο ''φτιαχνόμουνα'' θεό
και έμαθα αβίαστα να στρέφω τη σκανδάλη
του νου, σ' εχθρούς που όρισαν και να πυροβολώ.
Θυμάμαι που σε γνώρισα στου νου τη φλυαρία
σαν κύμα άγριο έφτασες και παλιρροϊκό
κι ευθύς απογυμνώθηκαν της πόλης τα θηρία
φορώντας φωτοστέφανο δεοντολογικό.
Δεν έχει χρώμα ο καιρός για να τον φυλακίσω
δεν φέρνω κάτω ουρανούς να τους μουμιοποιώ
μα σαν αγύρτης, βέβηλα θέλω να χυδαΐσω
τους αγιογδύτες σου καιρούς να τους πολτοποιώ.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 2
| | | | | | |
|