| ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ ΜΟΥ ΦΩΤΗ
Ασφαλιστή μου Φώτη
αμάξι θ’ ασφαλίσω.
Ωθούμαι απ’ τη νιότη
και θέλω να ρωτήσω:
Πόσα θα ακουμπάω
εγώ, εδώ και τώρα;
Ν’ αρχίζω να γερνάω
– αν και δεν είν’ η ώρα.
(Το πήρα το ρημάδι
και για να τ’ ασφαλίζω,
δεν τρώω πλέον βράδυ
και δεν παραθερίζω.)
Με το λεωφορείο
παγαίνω στη δουλειά μου,
με ζέστη ή με κρύο
– κλαίω απ’ τη χαρά μου (!)
Πλέον του συμβολαίου
μένουν σαράντα δόσεις,
οχήματος αρχαίου,
φτωχού σε επιδόσεις.
Κι η οικογένειά μου
είναι δυστυχισμένη
κι από την αγορά μου
«σιδεροπλακωμένη».
Και λίγο π’ ανεβαίνω
στ’ αμάξι –κι αν το κάνω–
όπου και να παγαίνω,
εκεί ποτέ δε φτάνω.
Μένω από βενζίνη,
τ’ αφήνω σε μια άκρη
και την ψυχή μου ντύνει
ο πόνος και το δάκρυ.
Θα πα να καταθέσω
μάλλον τις πινακίδες,
κανόνια μη βαρέσω
και στρίψουν μου οι βίδες.
Τις σκέψεις μου σ’ ανοίγω
ασφαλιστή μου Φώτη,
μήπως και τ’ αποφύγω
να πάω από σ’κώτι.
Πρησμένος όλη μέρα
κι αυτό θε να το πρήζω,
απ’ τη δική μου χέρα
αν έτσι συνεχίζω.
Κι εσύ τι θ’ απογίνεις
αν χάνεις ασφαλίσεις;
Στ’ αφεντικό θα δίνεις
κατόπιν εξηγήσεις;
Γιατί και πως σου φύγαν
εκείνοι οι πελάτες
και που αλλού επήγαν
– ποιος θα σου βάλει πλάτες;
(Αυτά λοιπόν διατρέχουν
τις άμοιρες ψυχές τους,
όσοι τους κατατρέχουν
λάθη από αγορές τους.)
(Την πάτησες, κυρ Γιάννη,
στον ύπνο σου πετιέσαι
ως πάνω στο ταβάνι
και πέφτοντας χτυπιέσαι.)
Τι σου ’ρθε ν’ αγοράσεις
αμάξι για τα μάτια
και τώρα να περάσεις
χρήματα θες δεμάτια;
– Το όχημα πουλάω
αμέσως, όσο κι όσο,
το Γιάννη μην ξοφλάω,
πριν κείνο ξεπληρώσω.
Αν δεν το ασφαλίσω,
βρε Φώτη, τι θα γένει
κι αυτό δεν το πωλήσω,
που ίσως να συμβαίνει;
Λες να παθαίνω πλάκα
αν πέφτω στην τροχαία
και μπαίνω στη φυλάκα;
–μην είν’ εκεί ωραία;–
Τσάμπα φαγί θα έχει
–σαν μπέης αραγμένος–
και νοίκι δε θα τρέχει
κι εγώ προφυλαγμένος.
Αρχίζω να πιστεύω
ότι είναι κάποια λύση
και δε σε κοροϊδεύω,
γιατί έχω πάρει κλίση…
από τις αμαρτίες μου
για τούτο το αμάξι,
μην πω αδυναμίες μου
– δεν είμαι πια εντάξει.
Και, Φώτη μου, κατέπεσα
–το άγχος μ’ έχει φάει–
κι απ’ όσα ζω κι επέζησα,
φίδι ίσως θα με φάει
τώρα ετούτη τη στιγμή,
που μ’ έχουν στο κατόπι,
δοσάδες με πολλή πυγμή
και με κλοτσούν σαν τόπι.
Είναι όντως ο ασφαλιστής μου
και τού το έχω δώσει.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|