|  | Ανέμελα ψηλά πετούσε
 με τα φτερά του στους αιθέρες,
 δίχως να ξέρει, πως μπορούσε
 πως ελλοχεύανε οι σφαίρες.
 .
 Κατέβηκε να ξεδιψάσει
 κάτω στη πέτρινη πηγάδα
 μα είχαν δίκαννα φωλιάσει
 λες κι ήταν πάνοπλη αρμάδα
 .
 Ώρες περίμεναν κρυμμένα
 θα ΄ταν δεν θα ΄ταν μια ντουζίνα
 στον ουρανό πάντα στραμμένα
 με τις σκιές, σκιές κι εκείνα.
 .
 Κατέβηκε απ΄ τους αιθέρες
 να πιει νερό, κάνα δυο στάλες
 μ΄ άλλο να σκίζεις τους αγέρες
 κι άλλο ν΄ οδεύεις στις κροκάλες.
 .
 Τους βλέπει ανοίγει τα φτερά του
 τα δίκαννα φωτιά ξερνούνε
 κι αχός ακούστηκε θανάτου
 κρότος φριχτός, μετά σιγούνε.
 .
 Κι ύστερα τίποτα γαλήνη
 και  ο καθένας στη δουλειά του
 φεύγουν ως ήρθανε τα σμήνη
 κρατώντας κάτι απ΄ τα φτερά του
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 | 
 |  |  |  |  |  |  |  |  | Στατιστικά στοιχεία |  |  |  |  | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 1
 
 |  |  |  |  |  |  |  | 
 
 
 
 |