| Όταν στη γη σκοτείνιαζε και βράδιαζε
πως μ’ αγαπούσε μου πουλούσε παραμύθι
μα με χίλια νάζια με ξεπαράδιαζε
σαν να΄ μουνα ένα χάπατο και κουτορνίθι.
Τα λόγια της τα πίστεψα τα ψεύτικα
το νου μου πήρε και την καψουρεύτηκα
με γούσταρε μονάχα για το χρήμα μου
πιστός της πάντα αντί να’ ναι το θύμα μου.
Γυμνός γυρίζω με τα παλιοκούρελα
γιατί με κατάντησε από τα σούργελα
που τα περιγελούνε τα παλιόπαιδα
που κρυφτό παίζουν σ’ αλάνες κι οικόπεδα.
Τώρα παντού γυρνά με τη Φεράρι της
και ξέχασε εμένα τον μάγκα κι αλανιάρη
που ξόδεψε τη σιρμαγιά για χάρη της
αργοπεθαίνοντας με θέα το φεγγάρι.
Άραγε που να’ ναι η ψηλομύτα τύπισσα
θα ζει σαν μια γαλαζοαίματη πριγκίπισσα
ή θα την μάζεψαν στο Δρομοκαΐτειο
λαπά να την ταΐζουν στο συσσίτιο;
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|