| Έτριζαν της παλιάς σοφίτας τα σανίδια
το λιγοστό φως ξεχύνοταν στην κρυψώνα μας
που ανίκανοι οι φεγγίτες να το συγκρατήσουν
το άφηναν να τάζει, ερωτικές εικόνες.
Δικές σου, δικές μου, των φίλων μας
Περίμενες, εκείνο το γλυκό πρωι του Αυγούστου
με τα ρούχα σκονισμένα, ακροβατώντας στην σάπια
ξύλινη σκάλα για να στηριχτείς, και να με περιμένεις
Θυμαμαι ότι έσυ, θα με περίμενες
μα δε θυμάμαι εγώ γιατί δεν ήρθα
Έτσι έμεινε το σπίτι το παλιό σαρακοφαγωμένο
έπεσαν της σοφίτας τα τραχιά κι απότομα σκαλιά
αλλάξανε περίγραμμα οι λάγνοι, πρόστυχοι φεγγίτες
Μια γριά ξέμεινε μαντρίζοντας
τη γίδα της που φώναζε «πιπίνα»
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|