| Ως και το τελευταίο αντικείμενο μπήκε στην κούτα του και έκλεισε ερμητικά,
για να δει ίσως ξανά το φως της ημέρας σε ένα άλλο μέρος,
σε νέους τοίχους,
όπου θα πρέπει να συνηθίσει να προβάλλεται σε νέο χώρο,
να διακοσμεί περήφανα ένα καινούριο δωμάτιο.
Ένα μικρό μπιμπελό μηδαμινής αξίας,
που τοποθέτησα βαριά πάνω από όλα τ’ άλλα.
Κανείς δε το πρόσεξε ποτέ,
ούτε εγώ του έδινα ιδιαίτερη σημασία,
και να που τώρα σηματοδοτεί το ξεκλήρισμα μίας ζωής..
Τριάντα μία κούτες όλες κι όλες..
Κούτες γεμάτες στολίδια, βιβλία και γυαλικά,
έτοιμα να φύγουν σε λίγες ώρες.
Δεν είχα δει ποτέ τα όνειρα να παίρνουν μορφή και ύλη,
και τελικά όλα χώρεσαν σε λίγο χοντρό ανακυκλωμένο χαρτόνι,
ψεύτικο όπως οι αύρες των ανθρώπων που μένουν ακόμα εδώ,
ψεύτικο σαν τους ανθρώπους εκείνους που δε θα έφευγαν ποτέ μα έφυγαν,
αληθινό όπως τα όνειρα εκείνα που έγιναν στάχτη..
Μαρμαρωμένα χαμόγελα,
φωνές,
άνθρωποι που ήρθαν και έφυγαν,
επισκέψεις,
άνθρωποι που γέλασαν και έκλαψαν,
ανεξίτηλες συγκεντρώσεις,
σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους,
φτιαγμένοι από μπετόν και σίδερο..
Σε λίγες ώρες θα γράψουν ιστορία από την αρχή,
σε λίγες ώρες ούτε που θα θυμούνται πώς κάποτε έζησα μέσα τους..
Κάνω μια τελευταία βόλτα σε κάθε δωμάτιο..
Στην απεραντοσύνη του άδειου ονειρεύομαι έπιπλα,
φιγούρες ανθρώπων να μπαινοβγαίνουν..
Ξεκινάω από μέσα,
στα τελευταία ιδιωτικά δωμάτια που μέσα τους χτίστηκαν όνειρα,
γκρεμίστηκαν ελπίδες,
αναζωπυρώθηκαν συναισθήματα.
Κοιτώντας για τελευταία φορά το άδειο σαλόνι,
περπατάω ανάποδα μέχρι την είσοδο,
κι αφήνω το ένα και μοναδικό μου δάκρυ να πέσει βαρύ στο μάρμαρο.
Με τόσο αγώνα και ετοιμασίες για μία καινούρια ζωή,
δεν είχα δει πώς έκλεινα βίαια μία άλλη,
κι έτσι δε μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να κλάψω γι’ αυτή..
Μέρα με τη μέρα,
μάζευα τα κομμάτια μου ένα προς ένα,
μέχρι που άδειασαν όλα,
μέχρι που το σπίτι αυτό έχασε τελείως την προσωπική μου ατέλεια,
και πλέον δεν είναι τίποτε άλλο,
παρά μονάχα παράθυρα και πλακάκια..
Ανοίγω τη πόρτα,
ένα βαρύ συναίσθημα,
ένας αέρας που με πνίγει στην κάθε μου ανάσα.
Σε κάθε εισπνοή,
και ένα γερό χτύπημα στο κενό..
Μια τελευταία ματιά με μάτια βουρκωμένα..
Κλειδώνω,
και παραδίδω τα κλειδιά στον επόμενο..
Η χειρότερη στιγμή ήταν που ξήλωνα το όνομά μου από το κουδούνι,
μία στιγμή που θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη..
Ήταν λες και κάποιος μου αφαίρεσε τα γαλόνια μιας ζωής με τη βία∙
αυτά που απέκτησα πολεμώντας για μία ζωή που δεν ήταν ποτέ γραφτό να κερδίσω.
Μπαίνω στο υπερφορτωμένο αμάξι,
και σα να μου ‘λεγε η μίζα «πού πας?!»..
Τα πήρα όλα, σκέφτηκα,
μα ίσως κάπου να παράπεσε η ψυχή μου..
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|