| Ίσως να πρέπει να σηκωθώ
κι απ’ το κρεβάτι αργά να κατέβω
Σιγά, σιγά, να μην ακουστώ
Σ’ ένα ψυγείο το φως να γυρεύω
Πρέπει και απόψε κάτι να πω
μα στις τελείες ξανά θα σκοντάψω
Φέγγει σαν φάρος το κινητό
κι όταν θα σβήσει τον δρόμο θα χάσω
(ρ) Τα σεντόνια απλώνω, τη σιωπή να σκεπάσω
μα στην άλλη μεριά, μια σειρήνα φωνάζει
Θα στεγνώσει η ψυχή πριν ακόμα γεράσω
της σκιάς η σκουριά έτσι απλά μου ταιριάζει
Μοιάζει ο κόσμος μας τόσο μικρός
Σ’ ένα γυαλί οι σοφοί μας χωράνε
Τζάμια θολά και ο ήλιος σκυφτός
μπρος στους Θεούς που ποτέ δεν τολμάνε
Όλοι μου λένε πως είναι απλό,
κάνε ότι πουν κι όλο αυτό θα περάσει
Ανάβω τις μέρες, σβήνω το φως
κι όταν ξυπνώ είναι ακόμα Τετάρτη
(ρ) Ωριμάζω σκυφτός, δεν μπορώ πια ν’ αλλάξω
Σαν η άδικη μοίρα, ότι αξίζω μοιράζει
Κι όταν πέφτει η φωτιά, δεν τολμώ πια να κλάψω
γιατί η μύτη μου στάζει κι αυτό με τρομάζει….
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 2
| | | | | | |
|