| Τόξερες πως τα τυμπάνα ηταν του πολέμου
βάρβαροι τα βαρούσαν κι ακόνιζαν μαχαίρια
μα εσύ ταξίδευες στους δρόμους μανταφόρου ανέμου
ζωντάνευες τα όνειρά σου κι ανέβαινες στ'αστέρια
Την ακριβή τιμή σου την έπαιξες στα ζάρια
κι ύστερα σε ζώνανε του τρόμου τα σκουλήκια
τώρα ξοδεμένος πια σ’ανόητα παζάρια
ψάχνεις κι όλο ψάχνεσαι γυρεύεις δεκανίκια
Ξέμεινες στο νησί σου ο τελευταιος γενναίος
φτερούγα η σκέψη τρέχει, ντυμένη στα κουρέλια
σ’εκείνο το καλοκαίρι επιστρέφεις μοιραίος
μα στο σπίτι δεν μπαίνεις εμποδίζουν τα τέλια
Χαμένες στο πρόσωπό σου οι γαλάζιες εποχές
Αύγουστος μήνας και φωτιά πως να τραγουδήσεις
κράτησε τ’ αντικλείδι ,το δάκρυ και τις προσευχές
της γενιάς σου τα λόγια πρέπει να λησμονήσεις
Μην μετράς τη ζωή το χάος κοιτάζοντας
στην τέφρα της νύχτας ,που νάβρεις γαλάζιο χρώμα
με τα θαύματα της ψυχής κουβεντιάζοντας
θάψε τα όρνεα και τ’αγρίμια μέσα στο χώμα
βρές της πατρίδας το μεγάλο φώς που σε γέννησε
του πάθους σου το αράγιστο και το μαλακό
βογκάει μια φλέβα της Αμμοχώστου που σ’έκτισε
κι όλο βαράει σπατάλη σφοδρή στο μυαλό
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|