| Βλέπεις μου πες στον ύπνο, τελευταία οράματα
τέτοια που σε πετούν απ΄ τα άγρια χαράματα
ήσουν λέει αετός σε καιρούς δίχως χρώματα
και πετούσες ψηλά κι όπου γη ήταν πτώματα
και θυμάσαι τη ρίγη και τον πόνο που ένιωσες
μα ως ήσουν αετός, τα φτερά σου τα τέντωσες
κι έφτασες σε μια πόλη, που ΄ταν μόνο χαλάσματα
ήταν άνθρωποι λίγοι, μα χιλιάδες φαντάσματα.
Είδες μάνες να κλαίνε που ΄χαν σώματα ασώματα
και παιδιά δίχως χέρια ή και πόδια απ΄ τα γόνατα
άνοιξες τα φτερά σου να χαθείς στα ουράνια
να γλυτώσεις του πόνου κι απ΄ αυτή την παράνοια
ώσπου είδες στρατιές, κουρδιστές, υποχείρια
μ΄ ένα στόμα να λένε του πολέμου εμβατήρια
και δεν δάκρυσαν λίγο, δεν πικράθηκαν στόματα
καθώς σέρναν΄ ψυχές που δεν είχαν ονόματα.
Τέτοια όνειρα είπες σε ξυπνάνε χαράματα
μ΄ έναν πόνο ασαφή να μετράς ολογράμματα
''κράτησε με'' μου είπες, ''μην μ΄ αφήνεις κρυώνω''
σε κρατούσα μα δίχως ν΄ απαλύνω τον πόνο
ξάφνου είπες με τρόμο, ''τη ζωή που ΄ναι εντός μου,
σε ποιον κόσμο να φέρω, δώσ΄ μου δύναμη, δώσ΄ μου''
πήγα κάτι να πω κι είχες γύρει στον ώμο
και μου είπες ξανά, ''κράτησε με κρυώνω''
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|