|
| Η Χήρα, [ο Χοίρος και ο χήρος ††…] (ακούστε) |  | | Το τραγούδι στο link στα σχόλια | | Η Χήρα, [ο χοίρος και ο χήρος ††…]
Μία χήρα έχει χοίρο που τον κέρδισε σε κλήρο.
Κάθε μέρα –το ‘χει η μοίρα…– με τίς χείρες τον φροντίζει.
Αρρωσταίνει μία ημέρα και εκείνη φέρνει μύρο.
Και αμέσως τον ραντίζει σαν που λούλουδο ποτίζει.
Σώζεται και υγιαίνει, μα θα πρέπει να τον σφάζει,
μια στιγμή όταν θα φτάνει, πριν εκείνος τα τινάζει.
Έφτασε για να ξεκάνει τον κακόμοιρο για τζίρο…
Τύχη να ‘χει να μη γίνει για σουβλάκι πού ‘χει «γύρο».
Μοιάζει να ‘ναι η αφέντρα άκρως καταβεβλημένη;
Η θυσία περιμένει τ’ άτυχο, δύστυχο, ζώο.
Και αυτή να προχωράει, βιάζεται δεν περιμένει˙
μήτε πόνος, μήτε δάκρυ που αυτό δε θα ‘ναι σώο.
Έτοιμα τα οπλικά της, μάχαιρες ως και λεκάνες.
Σε λιγάκι θα ‘ν’ ν’ ακούει πένθιμες στ’ αυτιά καμπάνες.
Κι απ’ τον φόβο του σφαδάζει που ‘χει δει το έργο τώρα,
να τον σφάζουν και να γδέρνουν απ’ τής μοίρας του τα δώρα.
Ήρθ’ η ώρα τής σφαγής του, λέει κείνη, να τον γείρω,
με τον άμοιρο να σκούζει, ως ποτέ, σ’ αυτό το γύρο.
Η μαχαίρα κατεβαίνει˙ το λαρύγγι του διαβαίνει.
Ο κακόμοιρος –φευγάτος– σ’ άλλους λάρυγγες θα μπαίνει.
Με φωνή κει παραδίπλα, ταραχώδη, να πονάει,
–που στο πάθος της τού φόνου δεν την κάνει να σκιρτάει–
τι τού έκανες φωνάζει, βοερά ο «χήρος» Σπύρος,
αν στην ίδια θέση ήταν –και ο «φίλος» της– σαν ήρως.
Τον προσέχει, τον γιατρεύει και μετά τον μακελεύει.
Και ο Σπύρος που φοβάται μη κι αυτόν τον ξεπαστρεύει,
αν με άκρατη μανία «κι όχι» από φαντασία
κείνον σφάξει κάνα βράδι τέτοια χήρα σ’ ανταρσία,
τώρα σκέπτεται να μένει ή που να την κοπανάει
που τ’ αρέσει τίς γυναίκες πονηρά να τίς κοιτάει,
με το ρίσκο μία μέρα και αυτόν να τον ξεκάνει,
σαν τον άμοιρο το χοίρο, αν σε απιστία πιάνει;
Μέσα του αλλάζει ρότα, δε κοιτάει πια γυναίκα
άλλη όπου συναντάει μη την κεφαλή τού φάει.
Μένει ένεκα ανάγκης, τέτοια φράγκα που ‘χ’ η γκρέκα
εύκολο δεν είναι τούτο να τα χάνει αν το σκάει.
Απ' την πίτα της που τρώει, συνεχίζει να το κάνει
κι η ματιά του δεν λοξεύει, τη ζωή του δε χαλάει.
Το δεσμό του με τη Χήρα τον φουρνίζει να κρατάει,
την παντρεύεται μια μέρα και στην εκκλησία φτάνει.
Η ελπίδα τελευταία πάντοτε αυτή πεθαίνει
να 'ρθει μέρα που η Χήρα κάποτε να αρρωσταίνει,
να την πάνε με φορείο κι από κει μέσα στο χώμα,
να κοιμάται πλέον μόνος στο υπέρδιπλο τους στρώμα.
|
 |  |  |  |  |  | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| |  | | | |  |
| Οι ανώριμοι ποιητές μιμούνται. Οι ώριμοι ποιητές κλέβουν. | | |
|
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|