| Μια βραδιά, σ΄ ένα μπαράκι, ένας νέος και μια νέα
γνωριστήκανε οι δυο τους, διασκέδασαν παρέα
και συμφώνησαν κατόπιν, πως θα τηλεφωνηθούνε
ώστε να το κανονίσουν, να ξανασυναντηθούνε.
Καθώς έφευγαν, εκείνος στρέφεται και την ρωτάει
με τ΄ αμάξι του αν θέλει, σπίτι της για να την πάει.
-Ναι, απάντησε εκείνη, τού 'πε ακριβώς πού μένει
κι έτσι, ύστερα από λίγο, στ΄ αυτοκίνητό του μπαίνει.
Σε μισή ώρα περίπου, έφτασαν στη γειτονιά της
τον χαιρέτησε η κοπέλα και κρατώντας τα κλειδιά της
μπήκε, ανοίγοντας την πόρτα, σε μια μονοκατοικία
όντας τρισευτυχισμένη, απ' αυτήν την γνωριμία.
Πέρασαν τρεις εβδομάδες, αυτή δεν τηλεφωνούσε
και αυτός στο κινητό της, κάθε μέρα την καλούσε.
Σε καμιά του κλήση όμως, δεν τού είχε απαντήσει
κι αποφάσισε να πάει, σπίτι της για να ρωτήσει.
Πάει, χτυπάει το κουδούνι, τού ανοίγει μια κυρία
και τον οδηγεί να κάτσει, μέσα στην τραπεζαρία.
Της εξήγησε τον λόγο, γι' αυτήν την επίσκεψή του
κι η κυρία, που ήταν πάντως, ευγενέστατη μαζί του
τού 'πε πως σ' αυτό το σπίτι, εντελώς μόνη της μένει.
Τότε, ο νέος που 'χε αρχίσει, πια, να μην καταλαβαίνει
βλέπει πάνω στο τραπέζι και σε μια φωτογραφία
την κοπέλα που ζητούσε και το λέει στην κυρία !
Μόλις το ακούει εκείνη, μένει αποσβολωμένη
και φροντίζει ευθύς αμέσως, να εξηγήσει τι συμβαίνει:
-Κόρη μου είναι η κοπέλα, λέει στον νέο, ταραγμένη
αλλά πάνε δέκα χρόνια, που ΄ναι ήδη πεθαμένη !
|
 |  |  |  |  |  | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| |  | | | |  |
|