| ................................................................................................................................................
Πέρασαν δυο χρόνια και ήρθε ο πόλεμος. Ήμασταν μικροί ακόμα, εγώ μόλις δεκατεσσάρων χρονών κι όμως θέλαμε να πάμε να πολεμήσουμε τους Ιταλούς στην Αλβανία, πράμα φυσικά που δεν μπορούσε να γίνει. Τους πολέμησε όμως ο πατέρας μου και δεν ξαναγύρισε! Έμεινα ορφανός, με μια μάνα άρρωστη και μια μικρή αδερφή, το πώς τα φέρναμε βόλτα ένας Θεός ήξερε! Έκανα ένα σωρό δουλειές για ένα κομμάτι ψωμί. Μετά ήρθε η Κατοχή. Γερμανοί, Ιταλοί, Βούλγαροι, όλοι πέρασαν απ’ τον τόπο μας. Ευτυχώς εκεί σε μας εγκαταστάθηκαν οι Ιταλοί, που ήταν οι λιγότερο κακοί. Η ζωή κυλούσε κάπως υποφερτά, δεν μπορώ να πω ότι πεθαίναμε εντελώς της πείνας, γιατί όλο το χωριό αλληλοβοηθιότανε. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος όλο και μας δίνανε κατιτίς. Μα κι εγώ δεν καθόμουνα με σταυρωμένα τα χέρια. Πρώτος στο σκάψιμο, πρώτος στο κουβάλημα, πρώτος και στο ψάλσιμο. Μάλιστα στο ψάλσιμο! Ο παπάς του χωριού είχε για βοηθό εμένα και μόνο εμένα. Και τα κατάφερνα μια χαρά! Τόσο, ώστε με είχε συμπαθήσει πολύ και όλο μου ’δινε ψωμιά για το σπίτι, καμιά φορά και λίγο λαδάκι.
Έτσι φθάσαμε στον Νοέμβρη του ’43. Ήμουνα πια δεκαοχτώ χρονών. Όλ’ αυτά τα χρόνια με τον Πέτρο ήμαστε κολλητοί, σαν αδέλφια. Μαζί παίζαμε από μικροί, μαζί σχολειό, μαζί και τώρα που μεγαλώσαμε κι αρχίσαμε τα πρώτα φλερτάκια με τα κορίτσια του χωριού. Κι είχε πολλά κορίτσια το χωριό μας, σωστό γυναικοχώρι. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να έχουμε και πολλές συμπάθειες μεταξύ του γυναικόκοσμου. Εμείς όμως ήμαστε πιστοί σε δυο αδελφές, τη Νίκη ο Πέτρος και την Ελενίτσα-που κατόπιν έγινε γυναίκα μου-εγώ. Εκεί που καθόμασταν στο σπίτι μου, αμέριμνοι οι δυο μας και καπνίζαμε αρειμανίως κάτι τσιγάρα-στούκας που τα’ χα κλέψει απ’ τον παπά, νάσου κι εμφανίζεται ο Μιχάλης. Κρατούσε ένα τεράστιο σάκο κι ήταν ψηλός σαν κυπαρίσσι. Παρ’ όλα τα πέντε χρόνια που πέρασαν, το πρόσωπό του δεν είχε αλλάξει σημαντικά.. Όταν μάλιστα χαμογελούσε, ήταν ίδιος ο Μιχαλάκης των παιδικών μας χρόνων. Αγκαλιαστήκαμε κι οι τρεις, όπως παλιά, ευτυχισμένοι που ξανασμίγαμε. Ποιος να μου το λεγε ότι αυτή θα ήταν η τελευταία αγκαλιά και των τριών μαζί! Ο Μιχάλης μας ρώτησε αν είχαμε ακόμα τα μενταγιόν. Αμέσως του δείξαμε ότι τα φορούσαμε κι αυτός μας έδειξε το δικό του. Ήμασταν όπως παλιά. Έμεινε κάπου δυο μήνες στο χωριό, δυο μήνες κατά τους οποίους ήμασταν αχώριστοι, όπως τον παλιό καλό καιρό. Μας μιλούσε τότε ο Μιχάλης συνέχεια για το ΕΑΜ, του οποίου ήταν μέλος. Μας παρότρυνε να ενταχθούμε κι εμείς, γιατί ο αγώνας για τη λευτεριά είχε αρχίσει εδώ και καιρό, τώρα ερχόταν η ώρα της κι έπρεπε να είμαστε έτοιμοι για θυσίες. Τέλος μας επεσήμαινε ότι έπρεπε να μην πούμε τίποτα και σε κανέναν, μη τυχόν και φτάσει κάτι στ’ αυτιά των Γερμανών. Να σημειώσω εδώ, ότι οι Ιταλοί είχαν φύγει κι είχαν πάρει τη θέση τους οι Γερμανοί, οι οποίοι δεν αστειευόντουσαν καθόλου. Σε καθάριζαν στο πιτς-φυτίλι και δεν χαμπάριαζαν τίποτα».
«Κι εγώ ήμουνα στο ΕΑΜ εκείνη την εποχή» ακούστηκε μια φωνή απ’ το διπλανό τραπέζι. Ήταν ο Αρίστος, μπουκωμένος με κάτι στραγάλια που έβγαζε συνέχεια από την τσέπη του. Όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν αυστηρά, όχι τόσο για την διακοπή, όσο γιατί χλαπάκιαζε τα στραγάλια όλη αυτή την ώρα κάνοντας ένα εκνευριστικό θόρυβο με την μασέλα του. Ο θόρυβος ήταν η αιτία και η διακοπή ήταν η αφορμή για το άγριο βλέμμα που εισέπραξε. Το κατάλαβε αμέσως κι έβαλε και τα δυο χέρια πάνω στο τραπέζι σταυρωτά, για να δείξει σ’ όλους ότι πήρε το μήνυμα.
Ο Αχιλλέας συνέχισε: «Πολλά άλλαξαν μετά απ’ τον ερχομό του Μιχάλη Ήμασταν νέοι, το αίμα μας έβραζε και θέλαμε να συμμετάσχουμε στην Εθνική Αντίσταση. Μια μέρα έτσι απρόσμενα, ο Μιχάλης έλαβε ειδοποίηση απ’ την οργάνωση να πάει στη Θεσσαλονίκη. Έφυγε γρήγορα, χωρίς καν να προλάβει να μας χαιρετίσει. Μείναμε πάλι οι δυο μας με τον Πέτρο. Εκείνη την εποχή στο χωριό μας, κάθε βδομάδα γινόντουσαν συγκεντρώσεις νέων πότε στο ένα σπίτι, πότε στο άλλο, πότε ερχόντουσαν νέοι απ’ τα γύρω χωριά, πότε πηγαίναμε εμείς. Πίσω απ’ αυτές τις συγκεντρώσεις υπήρχε η ΕΠΟΝ, η νεολαία του ΕΑΜ. Εκεί μαζευόμασταν λοιπόν, χορεύαμε, πίναμε και συζητούσαμε. Στην αρχή, εγώ, ο Πέτρος, η Νίκη κι η Ελενίτσα πηγαίναμε για χορό και για να ξεμοναχιαστούμε λιγάκι, όχι για τίποτα σπουδαία πράματα, να δώσουμε κάνα φιλάκι το πολύ-πολύ. Αργότερα αρχίσαμε να παίρνουμε μέρος στις συζητήσεις οι οποίες περιστρέφονταν γύρω απ’ τον αγώνα για τη λευτεριά και την πολιτικοκοινωνική αλλαγή που επαγγελόταν το κίνημα, μετά την απελευθέρωση. Ο χρόνος κυλούσε και μεις δεν αποφασίζαμε να βγούμε στην ενεργό δράση ακόμα. Πρώτος απ’ όλους εντάχθηκε στην οργάνωση ο Πέτρος. Κάτι το γράμμα του αδελφού του, κάτι το πες-πες απ’ τους καθοδηγητές, τον έπεισαν να οργανωθεί. Ακολούθησε η κοπελιά του, της οποίας άλλωστε κι ο πατέρας ήταν παλιός κομμουνιστής. Εγώ δίσταζα, όχι για κανέναν άλλο λόγο, μόνο και μόνο γιατί δεν συμφωνούσα απόλυτα με τους κομμουνιστές, παρά το γεγονός ότι με γοήτευαν όλες αυτές οι ιδέες. Τι ήταν εκείνο το κάτι που δεν μ’ άρεσε; Ακόμα και σήμερα δεν έχω καταφέρει να διευκρινίσω. Τέλος πάντων δεν γράφτηκα ποτέ στην οργάνωση, αλλά εξακολούθησα να πηγαίνω στις συγκεντρώσεις. Το ίδιο κι η Ελενίτσα που ακολούθησε τη δικιά μου γραμμή.
Ήταν τέλη Δεκέμβρη, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, όταν μάθαμε για τη σφαγή των Καλαβρύτων. Οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει πάνω από πεντακόσιους συμπατριώτες μας, μια αποτρόπαια σφαγή. Το αίμα των αδικοχαμένων ζητούσε εκδίκηση κι ήμουν πρόθυμος να δώσω ακόμα και τη ζωή μου γι’ αυτό. Ήμουν έτοιμος να γραφτώ στην οργάνωση κι ακόμα πιο δυναμικά, στον ίδιο τον ΕΛΑΣ, να πάρω όπλο και να σκοτώσω όσο περισσότερους Γερμανούς μπορούσα. Αυτό βέβαια δεν μπορούσε να γίνει αυτόματα. Χρειαζόταν να περάσεις απ’ τ’ αρχικά στάδια και μετά να προχωρήσεις. Στην αρχή ξεκίναγες κρατώντας τσίλιες ή κάνοντας τον ταχυδρόμο και μετά περνούσες από διάφορες δοκιμασίες, ύστερα άλλες αποστολές πιο σοβαρές, εκπαιδευόσουνα στα όπλα και κατόπιν μπορούσες να πολεμήσεις με τον ΕΛΑΣ. Έτσι το όνειρό μου να σκοτώσω έστω κι έναν Γερμανό δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Αντίθετα η μοίρα μου έπαιξε πολύ άσχημο παιχνίδι και μ’ έκανε να σκοτώσω μερικούς Έλληνες, έστω κι άθελά μου, κάτω απ’ τις διαταγές και τις απειλές κάποιων άλλων βέβαια. Αυτό όμως έγινε αργότερα. Προς το παρόν εγώ, μπερδεμένος πολιτικά, καταχτημένος εθνικά και με το αίμα μου να βράζει και να μη βρίσκει διεξόδους για εκτόνωση κατέφυγα στον παπά. Ηταν ωραίος τύπος, τον είχα σαν πατέρα μου και του είπα όλα όσα με απασχολούσαν. Εκείνος με άκουσε με προσοχή και συμπόνια. Όταν τέλειωσα, χωρίς να πει λέξη πήρε χαρτί και μολύβι κι άρχισε κάτι να γράφει. Μετά έβαλε το χαρτί σ’ ένα φάκελο, τον έκλεισε και μου τον έδωσε λέγοντάς μου:
“Φεύγεις αύριο πρωί με το φορτηγό του Λευτέρη για Αθήνα. Θα πας στην αρχιεπισκοπή και θα βρεις τον πατέρα- Ειρηναίο, ο οποίος είναι βοηθός του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Θα του δώσεις αυτό το γράμμα και θα κάνεις ότι σου πει. Μακριά από Γερμανούς και κυρίως μακριά από κομμουνιστές. Η μάνα σου κι η αδελφή σου σε χρειάζονται. Όσο θα λείπεις μην ανησυχείς. Εγώ θα τους φροντίζω!”
“Μα εγώ δεν θέλω να φύγω! Θέλω να μείνω εδώ με τον φίλο μου τον Πέτρο και να πολεμήσουμε τους Γερμανούς” του είπα, αποσιωπώντας τα περί Ελενίτσας για λόγους ηθικής τάξεως.
“Σκασμός. Πήγαινε να χαιρετίσεις αυτόν τον κομμουνιστή τον φίλο σου τον Πέτρο, που έχει να πατήσει στην εκκλησία από τότε που βαφτίστηκε, τη μάνα σου και την αδελφή σου και έλα αύριο το πρωί στις έξι από την εκκλησία, για να σου δώσω την ευχή μου και να φύγεις με το φορτηγό”, μου είπε ο παπάς με ύφος που δεν σήκωνε καμιά αντίρρηση.
Έφυγα αποφασισμένος να συναντήσω τον Πέτρο και να γραφτώ στην οργάνωση. Τον παπά-Γιώργη θα τον έγραφα στα παλιά μου τα παπούτσια. Στο διάολο κι αυτός και το γράμμα του! Εκείνο που έμαθα όμως με σοκάρισε τελείως. “Ο Πέτρος έφυγε για το βουνό με τους αντάρτες!” Έτσι μου είπε κλαίγοντας η Νίκη, όταν πήγα στο γνωστό μας στέκι για να τον συναντήσω.
“Μα πώς; Ούτε να με χαιρετήσει δεν μπορούσε; Κι έπειτα αυτός δεν έχει ούτε δυο μήνες που γράφτηκε στην ΕΠΟΝ, πώς τον έστειλαν τόσο νωρίς στο βουνό;”
“Τον πήρε μαζί ο αδελφός του, που είναι στον ΕΛΑΣ!”
Τότε αισθάνθηκα μόνος και προδομένος. Οι δυο καλύτεροι φίλοι μου ήταν στα βουνά, πολεμούσαν τους Γερμανούς κι εγώ να κάθομαι στο χωριό και να ξύνω τ’ απαυτά μου! Οι φίλοι μου σουλατσάριζαν σαν τ’ αγρίμια στις ραχούλες και στις αητοκορφές χωρίς να μου πούνε τίποτα, χωρίς να με πάρουνε μαζί τους, παρόλο που ορκιστήκαμε να είμαστε για πάντα μαζί! Έβαλα τα κλάματα σαν μωρό παιδί. Η Νίκη, για να με παρηγορήσει, μου είπε:
“Δεν ήθελε να πάθεις κάνα κακό, άλλωστε δεν είχες γραφτεί ακόμα στην οργάνωση, το σκεφτόσουν από δω κι από κει, νόμιζε πως φοβόσουν τον πόλεμο”.
“Εγώ φοβάμαι τον πόλεμο;” ψέλλισα κι έφυγα πικραμένος όσο ποτέ άλλοτε. Στη στιγμή πήρα τις αποφάσεις μου. Ο τόπος δεν με χώραγε πλέον. Θα έφευγα στην Αθήνα κι ακόμα πιο μακριά αν μπορούσα. Χαιρέτησα τη μάνα μου και την αδελφή μου, χαιρέτησα και την Ελενίτσα με όρκους αμοιβαίας αγάπης και το επόμενο πρωί, σκοτάδι ήταν ακόμα, κίνησα για την εκκλησία.
Στον περίβολό της, με περίμενε ο παπάς κι ο κυρ-Λευτέρης με το φορτηγό του. Ο παπάς για πρώτη φορά με φίλησε και μου ’δωσε λεφτά και δυο χρυσές λίρες.
“To ’χεις το γράμμα;” με ρώτησε καθώς ξεκινάγαμε.
“Εδώ το έχω πάτερ μου” του απάντησα χουφτώνοντας την τσέπη του πουκαμίσου μου στο μέρος της καρδιάς, ενώ ασυναίσθητα το χέρι μου πήγε και λίγο πιο πέρα χαϊδεύοντας το μενταγιόν. Μπορεί οι φίλοι μου να με πίκραναν που πήραν τα βουνά χωρίς εμένα, δεν θα έπαυα ποτέ όμως να τους αγαπώ.
(συνεχίζεται)
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|