| Έπεσε πια η νύχτα.
Τα παραθυρόφυλλα τα σκοτεινά κλείνω τα βουρκωμένα
και στο ξερό, τα’ αδειανό, το εφιαλτοντυμένο
κρεβάτι μου πηγαίνω.
Παίρνω απ’ της γωνιάς το τραπεζάκι δίπλα,
Δυο γράμματα κλειστά, πικρά κατακλαμένα,
μου τά ‘στειλε ο Όνειρος, ο ψυχοδουλευτής,
είναι αγάπης μακρινής…
Σκοτείνιασε πια στην ψυχή μου.
Μέσα στο έρμο δώμα μου βλέπω κρυφές σκιές,
μαύρες και τρομερές να μ’ απειλούν,
για Άνοιξη πάψανε να μου μιλούν.
Ψάχνω την παλιά την οροφή να δω
και ξάφνου σχηματίζεται σαν άλλης διάστασης άγνωστης,
μαύρος κρίνος, του Ύπνου μηνυτής κρυφός
και για πλασμένους σαν και με, της νυχτιάς κακός εχθρός.
Βρίσκω στο σεντόνι μου, λούλουδα μαραμένα,
Τα στόλιζες στην κάμαρα προτού να κοιμηθούμε πλάι.
Διαβάζω τα δυο γράμματα τα κιτρινισμένα,
τα κούρασαν τα χρόνια,
της λησμονιάς τα δάκρυα τα πότιζαν αιώνια.
Οι μέρες τρέχουν σαν τρελές,
οι νύχτες ξεγελιούνται κι αυτές στον ίλιγγο ατέλειωτης
κούρσας χωρίς ανάσα.
Μονάχα οι σκέψεις πάγωσαν θαρρείς,
εσύ μεσ’ στο μυαλό μου είσαι που τις προκαλείς
Έπεσε πια η νύχτα.
Τις γλάστρες τις καλοκαιρινές μαζεύω, τις νεκρές
Έφερναν στο κάθε πέταλο λίγο απ’ τ’ άγγιγμά σου,
Νομίζω πως στα άνθη θα χαθώ κι εγώ,
Λίγες στιγμές κοντά σου…
Βούρκωσαν τα πετούμενα
που σε ‘βλεπαν στο μπαλκονάκι έξω.
Σ’ έχασε κάθε μια γωνιά, στην έρμη τώρα σκέπη,
κι ο ήλιος με παρηγοριά πρωί, μονάχο πια με βλέπει.
Και κάθε όταν περνάει καιρός, ζητώ να έβρω τρόπο,
σιμά σου να ’ρθω πλάι.
Κι όταν με κουράγιο κάποτε, την πόρτα σου διαβώ,
τη νύχτα θα προσμένω…
|
 |  |  |  |  |  | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| |  | | | |  |
|