| ..........................................................................................................
Ο Αχιλλέας σαν να ηρέμησε κάπως, τράβηξε μονορούφι ένα ποτηράκι τσίπουρο, τσίμπησε μιαν ελιά και συνέχισε: «Όπως είπα και προηγουμένως έλαβα μέρος σε πολλές μάχες και τραυματίστηκα μια φορά από σφαίρα στο πόδι. Πήρα δυο μήνες αναρρωτική και μόλις έγινα καλά πήγα σε μια μεραρχία του Α΄ Σώματος Στρατού, που το διοικούσε ο αντιστράτηγος Τσακαλώτος. Ήταν Ιούνης του ’48, όταν πήραμε εντολή να πάμε στον Γράμμο. Οι αντάρτες αντιστέκονταν σθεναρά, πολλές φορές μάλιστα μας παίρνανε φαλάγγι, γιατί εμείς ήμασταν απρόθυμοι για πόλεμο, κάναμε αγγαρεία, ενώ αυτοί μάχονταν λυσσαλέα, σαν λιοντάρια. Εμείς όμως είχαμε εφεδρείες, σύγχρονα όπλα, τανκς, αεροπλάνα, τα πάντα. Ας όψονται οι Αμερικάνοι που είχαν αντικαταστήσει τους Εγγλέζους κι ήταν εκείνοι οι επίσημοι πλέον νταβαντζήδες μας.! Τα αεροπλάνα τους, έριχναν εμπρηστικές βόμβες, …ναπάλμ, …ναι, αυτές που ρίχνανε πολύ αργότερα στο Βιετνάμ τις πρωτορίξανε στον Γράμμο! Είδα με τα μάτια μου αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, μέσα στα χαρακώματά τους ψημένους στην κυριολεξία απ’ αυτές τις αναθεματισμένες βόμβες. Κάρβουνο σας λέω!...
Στα τέλη Ιουλίου, είχαμε διώξει σχεδόν τους αντάρτες απ’ τον Γράμμο. Μόνο το ύψωμα Κλέφτης έμενε, το οποίο το καταλάβαμε κι αυτό μετά από λυσσαλέα αντίσταση και πολλές απώλειες. Αρχίσαμε την καταδίωξη και τις εκκαθαρίσεις, σπιθαμή προς σπιθαμή. Ήμουν επικεφαλής ενός αποσπάσματος από καμιά τριανταριά φαντάρους κι είχαμε διαταγή να χτενίσουμε μια συγκεκριμένη περιοχή. Όπου συναντούσαμε αντάρτες και δεν μας πυροβολούσαν, τους αφήναμε να φύγουν. Αν μας έριχναν, τότε ρίχναμε κι εμείς, τις ζωές μας προστατεύαμε! Κάποια στιγμή πέσαμε σε δυο πανέμορφες μελαχρινές γυναίκες με ηλιοκαμένα πρόσωπα. Αν και μας ρίχνανε μ’ ένα οπλοπολυβόλο καταφέραμε να τις αιχμαλωτίσουμε, χωρίς να τις σκοτώσουμε. Τις είχαμε κυκλώσει και τις φωνάξαμε να παραδοθούν. Όταν είδαν ότι δεν είχαν κανένα περιθώριο, σήκωσαν τα χέρια ψηλά και παραδόθηκαν. Πλησιάσαμε με τα όπλα προτεταμένα. Τι λεβέντισσες ήταν αυτές! Πρώτη φορά έβλεπα γυναίκες-στρατιώτες κι αυτές όπως ήταν ντυμένες στα χακί, ζωσμένες με τα φουσεκλίκια τους και τα στήθη να διακρίνονται περήφανα και στητά κάτω απ’ τα χιτώνιά τους, μου θύμιζαν ηρωίδες του ’21. Κρίμα που ήταν αντάρτισσες, άρα εχθροί της πατρίδας σύμφωνα με την υπάρχουσα τότε αντίληψη, η οποία εν μέρει είχε διαποτίσει και μένα. Κάνα-δυο φαντάροι, χαρμανιασμένοι απ’ την πολύμηνη έλλειψη γυναίκας, θέλησαν να τις βιάσουν. Τότε τους έβαλα τις φωνές και τους ρώτησα αν θέλανε να φερθούν κι οι αντίπαλοι έτσι στη μάνα τους ή την αδελφή τους. Σκύψανε το κεφάλι και ο ένας απ’ αυτούς μου είπε:
“Να τις σκοτώσουμε τότε κύριε λοχαγέ!”
“Ναι, ναι να τις σκοτώσουμε τις κωλοκομμούνες!” είπαν εν χορώ μερικοί.
Βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση. Δεν μπορούσα να τις σκοτώσω με τίποτα. Απ’ την άλλη δεν μπορούσα να τις αφήσω ελεύθερες χωρίς κάποια σοβαρή δικαιολογία, αφού είχαν θελήσει προηγουμένως να μας ξεκάνουν με το οπλοπολυβόλο. Αν τις άφηνα ελεύθερες έτσι απλά, κινδύνευα να περάσω κάνα στρατοδικείο, γιατί ήδη είχα δείξει μεγάλη ανεκτικότητα σ’ άλλες περιπτώσεις και οι φαντάροι είχαν αρχίσει ν’ αναρωτιούνται μήπως ήμουνα φιλοκομμουνιστής. Τότε σκέφτηκα το εξής: θα έβαζα το θέμα σε ψηφοφορία. Ήξερα ότι οι περισσότεροι φαντάροι δεν ήθελαν να τις σκοτώσουμε, γιατί ήταν παιδιά απ’ την Αθήνα, γόνοι αστικών οικογενειών που κάναν τα αδύνατα-δυνατά να μη στρατευθούν αλλά δεν τα κατάφεραν. Αυτά τα παιδιά δεν είχαν βιώσει το μίσος και τις σφαγές που επικρατούσαν στην επαρχία κι απ’ τις δυο πλευρές. Έτσι υπέθεσα ότι θα υπερίσχυε το ανθρωπιστικό συναίσθημα και οι κοπέλες θα γλίτωναν τον θάνατο. Το ρισκάριζα βέβαια, δεν ήμουν απόλυτα βέβαιος αν ο πόλεμος και η πλύση εγκεφάλου έσβησαν τον άνθρωπο από μέσα τους κι άφησαν μόνο το κτήνος. Ευτυχώς η ψηφοφορία που έγινε δι’ ανατάσεως της χειρός απέδειξε ότι ο άνθρωπος παρέμενε άνθρωπος. Το αποτέλεσμα ήταν: Ελευθερία είκοσι, Θάνατος έντεκα. Εγώ όταν είδα τα χέρια υπέρ της Ελευθερίας να υπερτερούν σημαντικά, ψήφισα Θάνατο για να ρίξω στάχτη στα μάτια εκείνων που με θεωρούσαν φίλα προσκείμενο στους αντάρτες. Έτσι τις αφήσαμε να πάνε στην ευχή του Θεού. Όταν φεύγανε δεν είπαν τίποτα παρά γύρισαν και μου έριξαν μια ματιά σαν να μου έλεγαν ευχαριστώ. Αν και ψήφισα εναντίον, κατάλαβαν τον συλλογισμό και το τέχνασμά μου. Γυναίκες γαρ!
Μετά από δυο μέρες όμως ο Θάνατος μίλησε, άλλωστε στον πόλεμο αυτός είναι ο μαέστρος που διευθύνει την ορχήστρα όπως γουστάρει. Ήταν μεσημέρι όταν φτάσαμε στον τόπο της σφαγής. Δυο ώρες πριν, ακούγαμε το πυροβολικό να βάλλει στη θέση που μόλις είχαμε φτάσει. Μια ώρα πριν, ακούγαμε πυκνούς πυροβολισμούς οι οποίοι σταδιακά εξασθενούσαν και μόλις δέκα λεπτά πρωτού φτάσουμε σταμάτησαν εντελώς. Συναντήσαμε τους δικούς μας, αυτούς που είχαν δώσει την μάχη και ο επικεφαλής, ένας ταγματάρχης ψηλός, ξερακιανός, με ψαρά μαλλιά, μου μίλησε:
“Άκου’ δω ανθυπολοχαγέ, τρεις ώρες προσπαθούσαμε να ξετρυπώσουμε τα κομμούνια εκεί πάνω στα βράχια. Πρέπει να τους έχουμε σκοτώσει όλους, αλλά πήγαινε καλού-κακού με τους άντρες σου να ρίξεις μια ματιά κι αν έχει μείνει κανένας ζωντανός καθάρισέ τον επί τόπου!”
“Εντάξει κύριε ταγματάρχα” είπα κι έφυγα με τους άντρες μου για τα κατσάβραχα που μου υπέδειξε.
“Σιγά μην υπάρχει κάνας ζωντανός! Εκεί πέρα έχουν πέσει περισσότερες βόμβες απ’ ότι σ’ όλον τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο!” τους έλεγα αστειευόμενος, αλλά και για να τους εμψυχώσω επειδή φοβόντουσαν μη φάνε καμιά σφαίρα από κανένα ελεύθερο σκοπευτή.
Φτάσαμε στα υπερυψωμένα βράχια και κάναμε αναγνώριση. Παντού διαμελισμένα πτώματα ανταρτών. “Φουκαράδες, ούτε η καημένη η μάνα σας δεν θα μπορέσει να σας αναγνωρίσει, έτσι που σας κατάντησαν οι οβίδες!” σκεφτόμουνα αηδιασμένος. Το ίδιο σοκαρισμένοι και αηδιασμένοι ήταν κι οι φαντάροι μου.
“Δεν υπάρχει ζωντανός ούτε για δείγμα κύριε λοχαγέ” άκουσα κάποιον να λέει πίσω μου. Ετοιμαζόμουν να δώσω εντολή για να γυρίσουμε πίσω όταν τον είδα! Στην αρχή νόμιζα ότι με ξεγελούσαν τα μάτια μου, δεν ήταν δυνατόν να είναι αυτός!
(συνεχίζεται)
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|