|
Νεκρομαντείο-νεκυομαντειο
Ξάφνου να γυριζε ο κόσμος πίσω,
σαν να'τανε σχοινί που ξετυλίγεται
αντίστροφα,γύρω απ' τον κορμό της
γης,σαν τόπι,σαν νήμα από αδράχτι,
ο δρόμος ο τραχύς,που μ'εφερε εδώ
να υπαρχω και να'μουν λέει μια άλλη
όψη του εαυτού μου,που με θάρρος
εφορμιζει,σαν δυνατά ποτάμια,που
σμίγοντας κι αναμιγνύοντας το 'να με
τ'αλλο,τη δίνη της Αχερουσίας ξεπερ-
νουνε, μπροστά γυρίζοντας,τη μακρι-
νη του χρόνου διαδρομή μου.
Με σθένος και ορμή να ξεχυνομουν,
σαν φράγμα που κυκλώπεια τείχη υψώνει,
σε πόλη που διασχίζουν ποτάμια αγριε-
μένα του θανάτου,από της γης τα μαύρα
σπλάχνα,έτσι όπως ξεπετιουνται ατρο-
μητες,το ίδιο μαύρες και οι ορμές τους
και στα χθονια νερά τους χάνονται της
γέννησης και ύπαρξης,οι νύχτες και οι
μέρες,...ν'αλλαζα την πορεία.
Χρόνια δε σε θωρώ πια,το βλέμμα μου
επίμονα αποστρεφω,μα σε οσμιζομαι
ακόμη,η δυσωδία του φόβου,του ερέβους,
στο ρέμα του Αχέροντα αφήνει τις σκιές
του,να οδηγούν διαφανες τις ψυχές,χωρίς
το κουρασμένο τους σαρκιο μ'ακλονητο
το χέρι του βαρκάρη προς την Αχερουσία.
Ο Κέρβερος μουγκρίζει κι αλυχτα,μ'ανταμα
τα τρία,στον ταυρισιο του λαιμό κεφάλια,
κι ολορθως στέκεται εκεί δα,εμπρος στις
πύλες του Άδη,εκεί που σμίγουν μες στο
ξέφρενο βουητό τους,τα τρία του θανάτου
ορμητικά ποτάμια -Αχεροντας,Πυριφλεγεθων,
Κωκκυτος-μ'επτα σφραγίδες να εμποδίζουν
πίσω τη ροή τους,στην ατραπο,στου πάνω
κόσμου τη ζωή,για όποιον το κλειδί,τον τόνο
τον εφτατονο της διάταξης,της επιστροφής,
τολμά να αναζητήσει,κάθε μια σφραγίδα
-μια είσοδος σε πέρασμα κρυφο-βαρυτερη
απ' τις άλλες,που μήτε ο Οδυσσέας,της σκέψης
της πολύτροπης,σαν μυστικές χορδές κάποιου
τόξου συμπαντικού,μπόρεσε να λυγίσει,τον
Χάροντα να στοχεύσει με τις ταχυβολες σάιτιες
του.
Τούτο το κατώφλι σαν περνάς,ποτέ πια πίσω ίδιος
δεν γυρίζεις,αόρατη η βοή απ'ακρατα νερά που σμίγουν
αναμεταξύ τους,σαν μουσική με τα εφτά κλειδιά της,
το ψιθυρίζει,πως το κατώφλι σαν διαβεις,πίσω πια
δεν γυρίζεις,μα διάφανη ηχώ κι αυτή,γρήγορα σβήνει.
Χοάνες,κρέας,μέλι και κρασί, νά βγει ο Τειρεσίας,
μεγας να μιλησει,μα ο,τι κι αν πει, θά 'ναι μόνο λόγια,
ηχώ απ' τα λαγόνια του Άδη και της Αβύσσου.Αιωνια
αθάνατη,η θανη στη γη,ο,τι κοπεί για πάντα κόβεται
κι ο,τι ο θάνατος θερίσει,μένει για πάντα θερισμενο
και ίδιο δεν ματαγυριζει.
Στην αγκαλιά κρατώντας τον,είδα να κλαίει γοερα,
όμως ο μοιραγετης Δίας,ο θεός άλλου κοιτα,ήρθα
κι εγώ μαζί στο θρήνο σου,να θρηνήσω,τον ώμο σου
αγγίζοντας απαλά,το βλέμμα σου να συναντήσω,
ματαια, κυκλώπεια τείχη,ερμητικά τα βλέφαρα σφρα-
γισμενα.
Τρέξε ω! δάκρυ οδύνης,τρικυμισμμενο γογγυσμα
και κλαθμος,σαν βουητό από ποτάμια αγριεμενα,
ολάκερης της ζησης,οι πόνοι της ψυχής και πες
στην όμορφη βασίλισσα Κυρά,του κάτω κόσμου,
να'ρθει ταχια για να προφτάσει,μήπως το κακό
και ξεδιαλύνει,όπως αρπάχτηκε απ'της μητέρας
της,την αγκαλιά που στα χαμένα την αναζητούσε
και σύρθηκε στου Άδη το βασίλειο να κυβερνά,
ανήλεα αρπάζονται απ' τον Πλούτωνα,λαφυραγωγη-
μένοι οι ανθρώποι, ίσως και η παλιά,της δυστυχίας
θύμηση,την κάνει το γένος το ανθρώπινο να λυπηθεί
και διάπλατα τις κλειδωμένες θύρες να ανοίξει.
Μα η Περσεφόνη,η θέα,μ'ακαμπτη θέληση θωρεί,
με άρνηση κινεί,το πλούσια στεφανωμένο,όμορφο
κεφάλι...και λησμονεί τον πόνο της τον πρότερο,
της μοίρας η τρανή απόφαση,πια για κανέναν δεν
αλλάζει κι η Άτροπος το νήμα ψαλλιδιζει και η
Κλωθώ και η Λάχεση - κι η μία κι αλλη-υποταγμενα
παραμερίζουν, νά 'ρθω απ' το βορρά για καθαρμο
κι απ' την Ανατολή να φυγω καθαρμενος και στο
μαντείο των νεκρών, το μήνυμά μου νά 'ναι αφημε-
νο,για μια στερνή φορά τη διάφανη ψυχή να απο-
χαιρετήσω.
Χοάνες,κρέας,μέλι και κρασί,ολόχρυσα κριάρια
στο βωμό της προσφοράς, νά βγει μέγας ο νεκρο-
μάντης να μιλήσει,...μα ο,τι κι αν πει πια, θά 'ναι
μόνο λόγια άδεια,ηχώ απ' τα λαγόνια του Άδη,που
γρήγορα θα σβήσει.
Στην αγκαλιά κρατώντας τον,είδα να σπαραζει,
κλαίγοντας γοερα,όμως αρχαίοι οι θεοί πια
-ψευτικοι-αλλου κοιτάνε.Ηρθα κι εγώ στο θρήνο
αυτό,για να θρηνήσω,τον ώμο σου αγγίζοντας
απαλά,το βλέμμα μου μες στο βλέμμα σου απε-
γνωσμένα να συναντήσω,μα ο πόνος κι η οδύνη
πάντα θα τυφλώνουν και στη νεκρόπολη αυτή,
αψυχοι -ειδωλα-οι θεοί, καμιά παρηγοριά, ματαια
όλα κι άδικα - άλλου κοιτάνε -.
|
 |  |  |  |  |  | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| |  | | | |  |
|