| | “Σ’ αγαπάω” είπε ο Γιάννης και χαμήλωσε το κεφάλι του και τα μάτια του κάπως πλημμύρισαν! “Σε σκέφτομαι και νιώθω οτι σκέφτομαι όλο το κόσμο!”
ένα αναφιλητό έκοψε την εξομολόγηση που γινόταν σε μία πλατεία, κάτω απο ένα δέντρο ξεραμένο που ο ίσκιος έφτανε να καλύψει μόνο τα μάτια του. Ο Μάριος τον κοιτούσε και είχε μείνει σχεδόν άφωνος! Ο Γιάννης συνεχίζει ακάθεκτος στον λόγο του “Σε θέλω, σε θέλω κολασμένα, το μυαλό μου έχει κολλήσει σε εσένα!” ο Μάριος έκανε πίσω και σταύρωσε τα χέρια του, σα να ήθελε να προστατευτεί απο τον μεστό λόγο του Γιάννη ο οποίος όσο τον ακούει αυτός τρέμει, Γιατί τέτοια λόγια ίσως να μην τα έχει ξανά ακούσει, ποτέ!
“Κοίτα” συνέχισε να λεει ο Γιάννης “ο ήλιος θα φύγει και απόψε και θα εμφανιστεί αύριο παλι, το πρωί” και δείχνει τον πορτοκαλί ήλιο με το δάχτυλο του. “Είσαι σαν τον ήλιο! Με φωτίζεις και με γεμίζεις χρώματα και με όμορφα συναισθήματα Μάριε!” ο Μάριος συνέχισε να τον ακούει και για να σταματήσει να μιλάει, τον πήρε αγκαλιά. “Σου ζητώ συγνώμη! Συγνώμη που στο έκανα εγώ αυτό” τον κοίταξε στα μάτια, που έχουν ανοίξει οι ουρανοί, σκούπισε με τα δάχτυλα του τα μάτια του Γιάννη! Ο Μάριος δεν άντεξε άλλο και του έδωσε το πρώτο φιλί στο λαιμό, έπειτα στο σβέρκο και τέλος έφτασε στα χείλι που τα δάκρυα έχουν αφήσει επάνω μία αλμύρα! “Δε σε αφήνω να το ξανά ζήσεις αυτό ΜΟΝΟΣ σου αυτό!” και ενώσαν τα δάχτυλα τους και σηκώθηκαν! “Σηκω πάμε σπίτι” ο Γιάννης πετάχτηκε “Τι εννοείς;” ο Μάριος ξαφνιάστηκε! “Τι δε θέλεις;” ο Γιάννης απάντησε “απ όσα σου είπα εσύ κατάλαβες το οτι σε θέλω! Μάριε ειναι πιο ουσιαστικό αυτό που σου ζητάω!” και ο Μάριος στάθηκε και τον κοίταξε! “Σήκω λοιπόν πάμε παραλία, πάμε να κάτσουμε να πιούμε μπύρες και τσιγάρα! Και σου υπόσχομαι θα ειμαι Κύριος!”
«Άκου» είπε ο Γιάννης προς τον Μάριο «Πόσο ωραία η ακρογιαλιά μαζί σου» ένα κύμα έβρεξε τα πόδια του που είχε βγάλει τα παπούτσια του. ο έναστρος ουρανός πιο καθαρός από ποτέ και τα άστρα φαίνονται καθαρά. Και η θολότητα έχει φύγει! Μία πετσέτα γκρι έχει απλώσει κάτω στην λεπτή άμμο που πέρναγε ανάμεσα στα δάχτυλα του. «Κοίτα» ξανά είπε ο Γιάννης και σηκώθηκε από την πετσέτα και έβαλε τα πόδια του μέσα στο νερό. Γύρισε προς τον Μάριο και του είπε! «αισθάνομαι τόσο γεμάτος, θες η θάλασσα, θες τα άστρα, θες εσύ, εγω αισθάνομαι ευτυχισμένος!» ο Μάριος πήρε μία πέτρα και άρχισε να την κοιτάζει μέσα στην νύχτα. «Με τρομάζεις!» είπε ο Μάριος και συνέχισε να κοιτάζει την πέτρα που με μία κίνηση πέταξε την πέτρα μέσα στη θάλασσα και σηκώθηκε απότομα! «Μήπως είσαι λίγο υπερβολικός;» ο Γιάννης τον κοίταξε στα μάτια απότομα. «Θεωρείς το κάθε συναίσθημα μου υπερβολικό;» ο Μάριος κατέβασε το κεφάλι και με το πόδι του έσκαβε την άμμο. «χμ… ίσως λίγο!» ο Γιάννης άναψε ένα τσιγάρο και κοίταξε πέρα στην άλλη ακτή. «Θέλω να φύγουμε!» είπε απότομα! «Δε μπορώ να κάτσω , εδώ, με έναν άνθρωπο που θεωρεί υπερβολικό, τον κεραυνοβόλο έρωτα!» και με το χέρι του σήκωσε την πετσέτα και τα πράγματα αναποδογύρισαν στην άμμο! «όταν περάσει αυτή η νύχτα» είπε ο Γιάννης, «Εγώ, δε θα σε ξανά δω, δε θα σε ξανά ενοχλήσω!» και δάκρυσε πάλι! «Δε κατάλαβες και ίσως να μη καταλάβεις ποτέ Μάριε!» σκούπισε τα μάτια, έβαλε την τσάντα του στον ώμο και σηκώθηκε και έφυγε, ενώ ο Μάριος τον κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια και τον βλέπει που φεύγει! «Ει, Ει, που πας» και πιάνει το χέρι του Γιάννη. «πως θα φύγεις;» ο Γιάννης τον κοίταξε στα μάτια! «Θα το πάρω με τα πόδια, θα πάρω ταξί» και τίναξε το χέρι του, αφήνοντας το χέρι να πέσει με δύναμη!
«όχι! Δε σε αφήνω!» και τον πήρε αγκαλιά με τέτοια δύναμη που ο Γιάννης άρχισε να ασφυκτικά…
«Πέντε χρόνια μετά!»
Ο ήλιος καίει Μάιο μήνα και η υγρασία είναι τόσο αποπνικτική που κάνει να κομπιάζει στις ανάσες του ο Γιάννης! Δίπλα του έχει τον σύντροφο του. τον Έκτορα. Καλό παιδί. Τον αγαπά πραγματικά! Από στην απέραντη όχθη του τραπεζιού βρίσκεται ο Μάριος με τον σύντροφο του. Τον Μανώλη. Καλό παιδί, αλλά!
Η κουβέντα είχε πάρει φωτιά, αφού άρχισαν να θυμούνται παλιά και τα γέλια δε σταμάταγαν. Ο Μάριος κρατάει το χέρι του Μανώλη και ρίχνει κλεφτιές ματιές στον Γιάννη. Ο δε Γιάννης έχει γύρει όλος προς τον Έκτορα! «Άραγε» φώναξε ο Μάριος «Γιάννη, τι απέγινε εκείνο το παλικάρι που έκανες παρέα τότε;» και ο Μάριος κοίταξε απότομα, ετοιμάζοντας να ρίξει το φαρμάκι του! «Πέθανε!» έβαλε ειρωνικά γέλια, «Δεν ήθελε την παρέα μου και πέθανε!». Έπεσε σιγή στην παρέα! «Πάμε για φαγητό;» ο Έκτορας ενθουσιάστηκε, ενώ ο Γιάννης κοίταξε πάλι κάπως θυμωμένος!
Η σκηνή μεταφέρθηκε σε μία ψαροταβέρνα που μόλις έχουν τελειώσει το ψάρι τους! «Ωχ» έκπληκτος είπε ο Γιάννης «Τελείωσαν τα τσιγάρα μου!» ο Έκτορας πετάχτηκε «Εγώ, πάω να σου πάρω εγω!» και ο Μάριος είπε στον Μανώλη να ακολουθήσει να πάνε μαζί και αυτός δεν αρνήθηκε! Μόλις βγήκαν από το μαγαζί ο Μάριος γύρισε προς τον Γιάννη. «ώστε πέθανε;» ο Γιάννης άφησε το κινητό του και τον κοίταξε! «Ας πεθάνει και αυτός μία φορά, τόσα βράδια πέθανα για εκείνων και αυτός, ούτε μία νύχτα δε μου χάρισε!» ξανά πήρε το κινητό του και πήρε τηλέφωνο, σηκώθηκε από το τραπέζι και έφυγε για λίγο έξω!
Ο Μάριος έμεινε να μαζεύει τα μέσα του! κατάλαβε για πάντα ότι τον άνθρωπο που θα τον έκανε ευτυχισμένο, τον είχε σκοτώσει πολλές φορές, είτε με τα λόγια του, είτε με τις πράξεις του…
Όταν ο Γιάννης έκατσε ξανά στην καρέκλα, φάνηκαν από μακριά τα παιδιά. «Συγνώμη!» είπε ο Μάριος! Ο Γιάννης σήκωσε το κινητό του και έβγαλε φωτογραφία! «Αδιαφορείς;» ρώτησε ο Μάριος νευρικά! «Τώρα είναι η σειρά μου, άλλωστε έρχεται το αγόρι σου!»
Τέλος!
|
 |  |  |  |  |  | | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| |  | | | | |  |
|