| Ήταν οι ώμοι μου σκληροί
Σίδερο και ατσάλι
Και το κορμί βαραίνανε
Δίχως να πουν μιλιά
Ίσως για μένα η ζωή
Είπα.. είναι σπατάλη
Με τόσα βάρη ζήλευα
Τα γύρω μου πουλιά...
Παιδί έβλεπα στ' όνειρο
Πως άνοιγα φτερούγες
Τα δυο μου χέρια άπλωνα
Και πέταγα ψηλά
Μα πού να φανταζόμουνα
Πως στης ζωής τις ρούγες
Πριν κλείσεις τα δεκαοχτώ
Σου κόβουν τα φτερά...
Στη γη σε θέλουν μοναχά
Να σκύβεις.. να κοπιάζεις
Να μην μιλάς.. να μην γελάς
Να μην ζητάς πολλά
Και πριν το πάρεις μυρωδιά
Αρχίζεις και ουρλιάζεις
Για τα που σου στερήσανε
Δυο της ψυχής φτερά...
Εκεί τότε τα παρατάς
Σαν δούλος της συνήθειας
Που δεν βρίσκει τη δύναμη
Μ' ορμή ν' αντισταθεί
Ή γίνεσαι ένα θεριό
Στις φλόγες της αλήθειας
Που αλυσίδες μιας ζωής
Σπάζει σαν το χαρτί...
Κι αλοίμονο σ' όποιον τολμά
Για να σε σταματήσει
Πως έχασες στο διάβα σου
Τάχα τα λογικά
Μες στην αδυναμία του
Θα βλέπεις να δακρύζει
Να προσκυνά το θάρρος σου
Που βρήκες τη χαρά...
28-1-2020
|
 |  |  |  |  |  | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| |  | | | |  |
|