| 1.
Εχάθη, ίδια
με ζούφιο τρυποφράχτη,
στους βάτους μέσα,
ονείρων της, που σάρκα,
σκιάχτηκε να τους δώσει...
2.
Καρσί, στης πίκρας,
τ’ ανάκρεμο σκολιό του,
καθείς θα πρέπει,
το χαμαϊδό, να χτίζει,
της τζόγιας του, κλησάκι...
3.
Σε λούμπα, πλάι
στου τραμ, τες γλήνες ράγες,
μουργό κοράκι,
τη λούνη αναπίνει,
γλωσσέβοντας το θέρος...
4.
Σ' αυτή τη ζήση,
κι άμεμπτος το να στέκεις,
και το να φραίνεις,
τον εαυτό σ', αβέρτα,
δε σιάζονται, κυρά μου...
5.
Νυχτιές μας, ξύπνιες,
απόσκορπιες στη γνοιάση,
φλωράτης φέξης,
οκνά μας μεσημέρια,
πικρά τες ξεμπροστίζουν...
6.
Τα ρόδα, άσε,
ν' ανθοβολούν στον κήπο...
Πιο μέσα, έλα,
του πονεμένου μ' κόσμου,
να δεις τ' ατόφυα άνθια…
7.
Ζητά, ο στίχος,
το μόχτημα, εκείνου,
που τον διαβάζει,
για να 'βρει το νόημά του...
Αρκεί, να κρύφτει κάποιο...
8.
Παλιές μ' ελπίδες,
νεκρώθηκαν, στραγγίξσν
τα όνειρά μου.
κι οι θύμιες μ', μόνο, μένουν,
στη στέγνια μου, τριζόνια...
9.
Είν' η αγάπη,
λαμπρή στολή, που έχει,
φιλιά για ξόμπλια,
και είν' μ' αυτά, που θλίψης,
κουρέλια απαριάζει...
10.
Στων δρόμων άκριες,
αραδιαστές ροβίνιες,
ψαχνορωτούνε,
τα σμάρια, πού χαθήκαν,
που το ροϊδί κουρσέβουν...
11.
Στ’ Απρίλη άλμπες,
μ' αβασταξιά προσμένω,
στιγμή να φτάσει,
στα μολοχάνθια, μέσα,
ειδή της να ξεκρίνω...
12.
Οι αίστησές μας,
του νου μας, ραίνουν, πέντε
σκαφτά λαχίδια:
Αναθυμιά, σπιρτάδα,
βλέψη, σπουδή και πείρα...
13.
Η έρμη, ήταν
χουγιών το καρναβάλι,
και μια ριμάτα,
νερόφλεβη, ανοίκεια,
μ' άνεμο μ' φουσκοδέντρη...
14.
Αχ, χτες ζαβό της
είν', που στυγνά την πείθει,
πως δεν αξίζει,
να ζήσει ένα αύριο,
απ' το ζυγό αλάργα...
15.
Αριό γρυπάρι
στου Γυαλινού τη λάβρα,
συχνά ξεμένει,
απ’ όνειρα ανθάτα,
σπαχήδων της αγάπης...
16.
Στα χέρια σ' είναι,
το φλώριο καλοκαίρι,
καδέρνο πλέριο,
με τζίτζιρων τες νότες,
και σπιθουριών λαμπίδες...
17.
Αγαρηνό είν'
το λάμπος, και η τόλμη
αγγελικάτη,
ελπίδας που προβαίνει,
από των σκιων καστέλι...
18.
Ροβίνιας άνθια,
τα πιότερα τους στέρφα,
απ' τη λειψάδα
καματερών, ξεπέφτουν,
σα ρίχτρα ροδισμένη...
19.
Οι δίσταξές σου,
στο μάραμα σε στέλνουν...
Και, θε να ρέψεις,
από τ' αθιά, ξοπίσω,
μυριάκριβά που σου 'ναι...
20.
Ξωθιά της κάντιας,
της θύμησης, και λάμια
της πίκριας, πάφτε
αμάχη σας, στο νου μου,
σαν πέφτουνε τ' απόσκια...
21.
Θεριά, την κόστα
ξεσκάφτουν, σιδερένια,
κι οι έρμοι γλάροι,
με μούχρωμα, κλινάρια,
στο μαχαλά μ' γυρέβουν...
22.
Για τα βιβλία,
που λογιαστά, θηκιάζουν,
γραφτά, εντός τους,
είν' οι σημαδολόγοι,
αχρείαστά τους, ξόμπλια...
23.
Από κλουβί του,
στενάχωρο, σφιγμένο,
είν' άξιος, κάποιος,
να έβγει, αν σηκώνει
της άνοιξης τους νόμους…
24.
Αριά, αν γίναν
των αηδονιών κελάδια,
δε φταίει άλλο,
απ' το, φωλιές τους πόχουν,
απογονή γιομήσει...
25.
Εγώ θα μείνω,
κι εσύ θα ξεμακρύνεις...
Και στες καρδιές μας,
θα φτάσουν, δυο χειμώνες,
να ρηγαδέψουν, μπρούσκοι...
26.
Των μπρούντζων, σέρνει,
των σβίντζιρων, τ' απόγειο,
ωδές ζαλιάρες...
Κι ο, που γρικά, λεβάρει,
με σάστισμα, τα μάτια...
27.
Είν' η αγάπη
της φύσης, μια θρησκεία,
που άβατό της,
η ποίηση λογιέται,
στων στιχουργών το δόγμα...
28.
Της ζήσης νόημα,
σ' ενέργειες, βρες, της φύσης…
Μ' αν δεν αδειάζεις,
συνείδησης τα βάθη,
σιγόφτασε με στίχους...
29.
Καημένε κάτη,
κι εσύ, ν' αψοφωνάζεις
τη χρεία έχεις,
σαν ψάχνεις την αγάπη,
μα, κι όταν, πια, τη χάσεις...
30.
Το να δαγκάνεις,
τες κούτρες, πόχεις άχτι,
ρισκάδο στέκει...
Τ' έχουν, και κείνες, στόμα,
και δόντια, που ξεσκίζουν....
31.
Δεν είν' ο κόμπος,
στο να φερμάρεις στόχους...
Ο κόμπος στέκει,
στο να κρεμάς, τη γλύκα,
στ' αποτελέσματά σου...
32.
Η ζήση είναι,
λογγιά κι εσύ διαβάτης...
Το ποια, θα πάρεις,
εκεί, δρομιά, τ’ αφήνει,
ολότελα, σ’ εσένα...
33.
Την κούτρα σ' κούνα,
την ώρα π' ακουρμαίνεις,
μα πάν' απ' όλα,
τα μάτια να ξανταίνεις,
κεινού, που σου μιλάει...
34.
Τι είν' αλήθεια,
τη ζήση, δεν τη νοιάζει...
Τη νοιάζει, μόνο,
να βρίσκει το πιδέξιο,
σ' αποτοκιά που φτάνει...
35.
Μικρή, να δίνεις,
σ' άλλων τες γνώμες, βάση…
Θαρρείς, τες λούμπες,
τες νοιάζει πόντου άπλα,
ή μάλβες, δρυών το ψήλος;
36.
Δε λείπει γνώση,
για πεταξιά ή θάρρος,
σε κάποιους που είν',
πεσμένοι... Φλάτο, λείπει,
τ' αγέρα, στα φτερά τους...
37.
Στοργή, μην ψάχνεις,
εκεί που δε μελέβει…
Στου στέρφου δέντρου,
τα κλώνια, στέκουν, πάντα,
τα πεταχτά, στο νύχι…
38.
Πεντάσταγμά της
σε μύριες λεπτομέρειες,
ποστιάζ' η ζήση...
Συνόψεις της, οπότε,
θαμπάγρα, της ζαλέβουν...
39.
Θαρρείς πως είσαι,
θεριό, μ' αστραποβόλι,
πυρό, της φύσης
είν' τρόπος, να σε μάθει,
το ποιος γελά στο τέλος...
40.
Σαν στη ζωή σου,
δεν έχεις καρντινιάσει,
για που πλωρίζεις,
τ' άφελα, να κυκλίζεις,
είν' ό,τι σ' απομένει...
41.
Μην τ' αργαλέβεις,
το μούργο το κοράκι,
τι, τόχει χούι,
το γδικιωμό ν' αφήνει,
σ' επίσπορους τ' για κλήρα...
42.
Και το, που θρέφεις,
γατόπουλο, ακόμα,
αν το πικάρεις,
θα σ' αντιβγεί, τι, φύσης,
ο γδικιωμός, είν' θέσμιο...
43.
Τι νόημα έχει,
κει, στο θαφιό, να είσαι
ο πιο ζεγγίνης,
σαν σ' ύπνο συχνοπέφτεις,
σ' ανούσιας μέρας σώσμα;..
44.
Είν' η ζωή μας,
μικρή, σφιχτή σε δώρα…
Kαι πιο αρμόδιος,
σιμά σ' αχτή, ο τόπος
είν', να μας το θυμίζει...
45.
Οι μοίρες στέλνουν,
συχνά, σκληρές, τι είναι,
σ' ενός μαρνέρου,
τη ρότα, μια γοργόνα,
το στέριωμα που τρέμει...
46.
Τυχαία, όταν
συσμίγονται, συμβάντα,
η φύση έχει,
σ' ωγύγιο αργαλειό της,
φαντό απαρχινήσει...
47.
Γεννούν, τωόντι,
τα θηλυκά, τους άντρες,
μα, τους διαλέγουν,
τ' αρσενικά, που κι έχουν
χριος, άντρες να τους σιάξουν...
48.
Μπορεί να στέκουν,
τα φτέρια σ' λασπωμένα,
μα το μπορούνε,
ρεγκλούς να να γειαίνουν κόσμους,
μ' απόσκορπιά τους λάχη...
49.
Στο νου μας μέσα,
τιμή και δικιοσύνη,
είν', ψης μας, ξόμπλια...
Μα, πες μ', πως, πότε, δρώνει,
γιαυτά, τ' αυτί της φύσης;
50,
Γονιών σου λόγια,
πικρά, στην άρνα στείλ' τα,
και κάτσε σκέψου,
φαράγγια ποια περνούσαν,
στα χείλια τους σα φτάσαν...
51.
Σε κεια, μη γέρνεις,
που έχει απιστήσει,
τι, της γνωστέβεις
πως σαν ξενοτοκίζεις,
αποδωμό δεν έχεις...
52.
Οι που κατέχουν,
τη σκέψη να διαβάζουν,
μπορεί, στο βάθος,
από αυτές, να είναι,
που το φιλί δανείζουν...
53.
Σα σπέρνεις, γύρα,
κακάρεστες απόψεις,
καλό θα είναι,
να είσ' ετοιμασμένος,
για ξαντιμέματά σου...
54.
Δρογγάτα στέκουν,
απ’ όνειρα, τα φτέρια,
τα που πετούνε,
μια μέρα για να φτάσουν,
στης φώτισης τα πρώνια…
55.
Περίσσιο θράσος,
βαστά, ο που κουρσέβει,
και από πάνω,
χλεβάζει άλλους, κότσια
για δαύτο, πως δεν έχουν...
56.
Δειλιάρας δόμνας,
δεν το κάτέχεις, πότε,
μπουρί θα σπείρουν,
τα λεπτεπίλεπτά της,
τα ποθερά σ’, δαχτύλια...
57.
Σαν λες, αγάπη,
στην ψη σ', θα πρέπει, δρόσος
να νιώθεις, φως μου...
Αλλιώς, μη ξεγελιέσαι,
απλά, παπαγαλίζεις...
58.
Σε μια αράδα,
αν πόστιαζε, γυναίκες,
απ' τη ζωή του,
που διάβηκαν, εντός του,
θα χείλιζε το γιάρι...
59.
Το να μην βλέπεις,
κακό στον εαυτό σου,
στρωτά σε βγάζει,
στο να μη δίνεις χάρη,
στα διάστροφα των άλλων...
60.
Ο πόνος που 'ναι,
αμοίραστος, μυστήριος,
ποτές, δε σβήνει...
Λουφάζει, μα διαγέρνει
αλλάζοντας μισίδια...
61.
Δεν ήταν ήλιος,
από τα γνέφια, πίσω,
δεν ήταν, μήτε,
το περουτζένιο δώμα,
χλωμή θολούρα ήταν...
62.
Το πρέπος έχει
παρόν, μα, και χτες, κάποιο...
Συχνά, είν’ γρίφος,
για τ' απολλιώρας, πόχει,
αρμήνεια τ', στα φεβγάτα...
63.
Απ' το ξυλέμι,
των βλασταριών, των φύλλων,
ρουφώ ξαθέρια,
τι ‘μαι τζιτζίκι, φως μου,
στο δέντρο της αγάπης...
64.
Μη με γυρέψεις,
σε μολοχάνθια, μήτε
σε φρούτα κάντια,
μοσκαπιδιάς, μόν', ψάξε,
κει, στης στοργής τους σπόρους...
65.
Αληθεια, πότε,
είν' πιο βαθύς ο πόνος;
Το φως, σαν είδες,
κι ατσάκωτο, το βρήκες,
ή, σαν, ποτές, δεν το ‘δες;
66.
Μακάρι, πάντα,
να ήταν, οι κουβέντες,
σαν τα βελτόνια,
π' αντάμα φτερακίζουν,
την ίδια, να 'βρουν, μίρα....
67.
Καλό είν’, να ‘χεις,
ελπίδες, για τα πάντα,
σ' αυτή τη ζήση,
ακόμα, και για κάποια,
με την ελπίδα, σμίξη...
68.
Ανοιγοκλείνει,
η βρύση του μυαλού μου,
κατά πως θέλω...
Μα, κει, στη θύμια σ', στέκει,
ακράνοιχτη και ραίνει...
69.
Αξίζει, ίσως,
να νιώθεις, κάπου-κάπου,
βαθιά σου, πόνο...
Τι, τότες, ξέρεις, χλώριος.
στην ψη σ', πως μένει, τόπος...
70.
Σαν κάποιος κλαίει,
μπορεί, να μην τα νιώθεις,
αυτά που νιώθει...
Μα νιώθεις, πως σ' αμπώξαν,
στην ερημιά, στη στέγνια...
71.
Με το να βάνουν,
οι άλλοι, πως δεν είσαι,
ξυπνός, ως κείνοι,
σου δίνουν την αβάντα,
να τους αναποδιάσεις...
72.
Υπήρχαν πέτρες,
στης ζήσης μου, τες ρούγες,
σκλιβές, ολούθε...
Μπορεί, για να ξεμάθω,
να τες κλωτσώ, με λύσσα...
73.
Οι θύμιες στέκουν,
θρυματισμένες νότες,
κοντσέρτου κάποιου,
π' απρόσμενες ξαμώνουν,
μες στη σιωπή, στο νου μας....
74.
Δεν είν' η σώση,
τον ήρωα, που κάνει...
Κερδίσει, χάσει,
του ήρωα το ίρτζι
είν' στο κιντύνεμά του...
75.
Τι να του ψάλλεις,
ενός σεβντά, φτασμένου
κει, στην καρδιά σου,
με είκοσι ζαμάνια,
αναίτια χασομέρια;...
76.
Θεού η χάρη,
σε κάποιους, ροβολάει
σαν τη δροσούλα,
και σ' άλλους, σαν σιτζίμι,
μαζί μ' αστροπελέκια...
77.
Μπροστά μ', τι πιάνεις,
το λήρο σου, για τ' αύριο,
αφού δεν έχεις,
μες στο μυαλό σου, στρώσει,
για λόγου σου, κανένα;
78.
Φτονούν οι γέροι,
τους νέους, και φοβούνται,
οι που βαστούνε,
τους που ψυχορραγούνε.
Μ’ αγάντα, θα μονοιάσουν...
79.
Απ' τα χείλη της,
φέβγαν, αναγάπητα,
λόγια βιαστικά,
ως να μίλιε μια ψυχή,
που, ποτές, δεν άγγιξα...
80.
Ο σκοταδερός
τόπος, ο στενάχωρος,
που θα με δεχτεί,
θα 'ναι, άραγες, σκαφτός,
απ' το νύχι του αητού;
81.
Σκαντζάρει κόρφους,
στο μεσοκόπημά της,
και, πως συμβαίνει
αυτό, δεν ξέρει, λέει,
μα κι αμωσιά δεν κάνει...
82.
Για να σ' αρέσει,
αυτό, που λες ζωή σου,
τη χρεία έχεις,
νομάτων, που βαστάνε,
στοργή, για σε, εντός τους...
83.
Σκουφάδες, έστω,
αν ήμασταν, φαντάσου,
κουριόζα πόσα,
θα λέγαμε, για πλήσια,
σεφέρια, ξώμακρά μας...
84.
Κεια τα λελέκια,
στην Άφρικα, που πάνε,
γνωστέβουν, μήπως,
από καντέντσες ντόπιες,
κι όλο κροτούν τες μύτες;…
85.
Θα πρέπει, ίσως,
ν' αφήνεις, πότε-πότε,
το νίκoς, σ' άλλον...
Μα, να φροντίζεις, δαύτος,
θεός να είναι, κάποιος....
86.
Αυτό, που στέκει,
ανάμεσα στο νόθο,
και στο ατόφυο,
γραμμή είν', τραβηγμένη
μ' αυθαίρετο κοντύλι...
87.
Δεν της αρέσουν,
τ' αρώματα στους άντρες...
Την όσμισή της,
θαρρεί, πως θα μποδίσουν,
σαν ψάχνει ταρτουφιές τους...
88.
Ίσως, τα μωρά,
να μπορούσαν να μας πουν,
πως είν' ο Θεός,
πριν η θύμια του σβηστεί...
Μα, δεν ξέρουν να μιλούν...
89.
Τους πρώτους μήνες,
της ζήσης των παιδιών τους,
χοχλάκια πλήσια,
καμπόσοι πατεράδες,
σαϊτέβουν στα λελέκια...
90.
Ο λάθος τρόπος,
το γδικιωμό σ', να ψάχνεις,
απ' όποιον σ' έχει,
μοτέψει, είν' να ξύνεις
της ψης σου τον κοντριάρη...
91.
Εφτυχισμένος
προδότης ή λεβέντης,
κατακαημένος...
Αφτού, ο κόμπος στέκει,
σε λιοθρεμένο τόπο...
92.
Αχ, μέλισσά μου,
που γυροφέρνεις, ώρα,
στην κάμαρή μου,
χασομεράς, τι δίχως,
ανθούς, περνώ στην κλείση...
93.
Ο θρος των φύλλων,
των λελεκιών, ο κρότος,
κι απόηχος, λόγων
δισήμαντων, κουρδίζουν,
το φταίχτη, να ιδρώνει...
94.
Στη γέψη, πάντα
να δίνεις σημασία...
Η ζήση είναι,
μικρή, για να σκορπιέται,
σε άνοστους ανθρώπους...
95.
Σταράτα λόγια,
αν προτιμάς ν' αχνιάζεις,
κατάλαβέ το,
πως, ξεγραμένος είσαι,
από τους κοντινούς σου...
96.
Ζαβάδες είδα
λογιώ, στης ζήσης μ' ρούγες,
και πίστη δίνω
στον εαυτό μ', μονάχα,
αν κι όχι για τα πάντα...
97.
Λεν', πως μακριά σου,
δεν το μπορούν να ζήσουν,
και, είν' οι ίδιοι,
που σ' απαφήνουν, δίχως,
ματιά, να ρίξουν, πίσω...
98.
Αντίδρομός σου,
αν αναδώσει, κόσμος
που γύρω σ' στέκει,
ή που σταβρό θα σύρεις,
ή που θα τον γκρεμίσεις...
99.
Αν έχεις μπλέξει,
στης ζήσης τα φαράγγια,
και τα που νιώθεις,
να πεις, δε βρίσκεις λέξεις,
βαφτίσου μες στο στίχο...
100.
Κουριόζο, είν' το
να κλαις για κείνους, σέβας
που δε σου δείχνουν,
και ν' αγνοείς εκείνους,
που σε κερνούν ικράμια...
|
 |  |  |  |  |  | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| |  | | | |  |
|