| Αυτό που ξύπνησε νωρίς, και μαγικά ζυγώνει
κι αυτό που ξύπνησε αργά, απ' του βοριά την σκόνη
ψίθυρος που ταξίδευε στου δάσους την ανηφοριά
άγγιξαν μνήμες και σιωπές
χίλιες του ανέμου σου ριπές, και δυο μακρούς χειμώνες.
Δεν με κουνούν οι γήινες του κόσμου οι ψευδαισθήσεις
σαν σκόνη κάθονται παντού, δεν με κινούν οι αισθήσεις.
Ο χρόνος σου εγελάστηκε σαν κόρη ζαλισμένη.
Kάθισε! Mα δεν μένουμε, τίποτα εδώ δεν μένει
στις μύτες επατούσαμε και στων θεών τα μυστικά
κι άφνου μας αντικρίσανε οι ξεχασμένοι χρόνοι
σαν μυθικοί παλιοί καιροί που πέρασαν ή όχι.
Από βασίλειο ποιητή δάφνη ξερή κι ατόφια
μπρος το κατώφλι κέρδισα μάχη παλιά κι αιώνια
όλες οι άσπλαχνες στιγμές κι οι μυτεροί σου βράχοι
κι οι μυτερές τους οι κορφές· κρυφά θα τις αγγίζουνε
κι από τα μάτια των θνητών μακριά·
κι απ' την μεριά του φεγγαριού μες τα μανίκια άσσοι
βουνοπλαγιές απότομες, ρυάκια τις περνούσαν
στα ροδαλά τα μάγουλα δάκρυα δεν κυλούσαν.
Μα μόλις που με «ξύπνησαν» οι ονειρικές εικόνες
επτά κομμάτια ενώθηκαν στην ξεχασμένη διδαχή,
μία στιγμή δεν πέρασε και ήρθε πάλι σιωπή,
μια συμβουλή, ένα σύννεφο και μια παύση οριστική
για αυτό που με ζυγώνει.
Σταματημένη σαν θανάτου πνοή κι είμαι ήδη εκεί
για να χωρέσω σ' ουρανούς, που ο νους δεν φανερώνει
κι ούτε οι ουρανοί με καρτερούν, με λοιδορούν και φεύγουν.
Μες την σιωπή μικρού παιδιού
εμπρός στα πόδια του Θεού γονάτισα και μένω
μπροστά του δεν εκάθισα κι ούτε μιλώ, δεν κλαίω
αν έμενε αν έφευγε κι αν τώρα με γυρεύει
θυμάρι μύρισε μετά...
Εδώ είναι το σπίτι μου, εδώ το πατρικό μου
εδώ έχω τις θύμησες και τις χρυσές μου ζώνες
θα σφίξω δόντια και σχοινιά και πίσω θα τις φέρω
εκεί στα πόδια του μπροστά
θ' αγγίξουν μόνο καθαροί τον ουρανό που σέρνω.
Σάββατο, 6 Σεπτεμβρίου 2025
|
 |  |  |  |  |  | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 1
| |  | | | |  |
|