| Βαρύτητα
(Ταμπάσκο)
Άνθρωποι δυστυχισμένοι,
απ’ τη μοίρα τσακισμένοι,
ζουν με κεκτημένη ταχύτητα
κι από τη γαμημένη βαρύτητα.
Άνικανοι πια να παράξουν,
θέλουν απλώς κάπου ν’ αράξουν·
σ’ ένα παγκάκι, σ’ ένα πάρκο,
με το μυαλό να κάνουν μπαρκο.
Κι όταν οι σκέψεις τους βαραίνουν,
σε κάποιο μπαρ πάνε, τα πίνουν·
να βγάλουν κι αυτό το βράδυ
στην άρνηση, στην αυταπάτη.
Άνθρωποι χαμένοι, σκυθρωποί,
στα δικά τους όρια κλειστοί·
χάπια, ψυχίατροι δεν μπόρεσαν,
στα καλούπια της λογικής δεν χώρεσαν.
Γυρνούν σαν άδικες κατάρες,
σαν κάτι σιχαμερές σαύρες·
κι αν τους κοψεις την ουρά,
θα συνεχίσουν γι άλλη μια φορά.
Κι όταν οι σκέψεις τους βαραίνουν,
σε κάποιο μπαρ πάνε, τα πίνουν·
να βγάλουν κι αυτό το βράδυ
στην άρνηση, στην αυταπάτη.
|
 |  |  |  |  |  | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| |  | | | |  |
|