| | Τα βράδια χαιρόσουνα σαν παιδί.
Ειδικά όταν είσουνα μόνος.
Κατέβαινες στους δρόμους,
όχι στους κεντρικούς με τα φώτα,
μα στα στενά, στα απόκεντρα, με τιποτένιο φωτισμό,
Εκεί που δεν ένοιωθες άνθρωπος,
παρά μιά σκιά. Aχνή και ξέθωρη.
Περπατούσες ώρες ολόκληρες
κι ήταν η χάρη σου μεγάλη όταν αρχίνιζε εκείνη η ψιχάλα,
η απαλή, η δροσερή, που σου χαϊδεύει το πρόσωπο,
που σου ξεπλένει την ψυχή,
που υγραίνει τα ξεραμένα σου χείλη.
Τα χείλη που ψάχνουνε στα τυφλά για ένα φιλί,
μια ανάσα στον λαιμό.
Όχι από άνθρωπο, παρά από μία σκιά, μία ψυχή.
Χωρίς σώμα, χωρίς μορφή, χωρίς λαλιά.
Έψαχνες. Έψαχνες κάποτε δακρύζοντας.
Κάποτε ανακατεύοντας την βροχή με το δάκρυ.
Μιλώντας με τα αδέσποτα,
τραγουδώντας μόνος σου σιγανά κάτι ξεχασμένα ρεμπέτικα,
κάτι σμυρναίικα λυπητερά,
με ένα χαμόγελο αφηρημένο στα χείλη.
Με μια προσδοκία αλλόκοτη στην καρδιά.
Πως θα αλλάξει ο κόσμος....
Κι αλάφραινε η ψυχή σου και φεύγανε τα βάσανα.
Τα ξέπλενε η ψιχάλα. Έτσι χωρίς κραυγές,
χωρίς φανφάρες. Σιωπηλά.
Ήθελες να αλλάξεις τον κόσμο,
μα εκείνος...ήθελε άλλα.
Ήθελες να τον σώσεις...μα εκείνος τον χαβά του.
Όμως...όμως το φεγγάρι κρυφόπαιζε με τα σύννεφα.
Το θρόισμα του αέρα στις φυλλωσιές
κι αυτή η μυρωδιά της ευτυχίας, από το βρεγμένο χώμα,
είχαν φωλιάσει μέσα σου.
Αναζητούσες κάθε βράδυ του αγγέλου το φιλί,
που δεν αφήνει ίχνη στα χείλη και στον λαιμό,
παρά μόνο μια ανατριχίλα στην ψυχή.
Και περπατούσες....περπατούσες χιλιόμετρα.
Χιλιόμετρα σιωπηλά.
Ώσπου να γίνει η νύχτα μέρα
και να χαθούν όλα...
Σημ.
Στην μνήμη του πατέρα μου που πέθανε σαν σήμερα ....
|
 |  |  |  |  |  | | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 1
| |  | | | | |  |
|