| | Μια φωτιά έκαιγε στην καρδιά
Ένας χορός κλόνιζε το κορμί συθέμελα.
Σκιές βουβές και ακίνητες
διάβαιναν μέσα σε πρίσμα,
αναλύονταν πολύχρωμες
και χάνονταν στην στιγμή στο σκοτάδι.
Ερχόσουν και χανόσουν και ξαναερχόσουν...
σαν θάλασσα φουρτουνιασμένη
που δεν έλεγε να καταλαγιάσει.
Στα όνειρα εμφανίζονταν αχάραγα
φόρμες και νόρμες ανείδωτες
με μιαν απόσταση ακαθόριστη
Η διαίσθηση κινούσε τα νήματα
μα το μυαλό αναζητούσε
μια φρυκτωρία στον ορίζοντα
που ποτέ δεν εμφανίζονταν.
Στα ενδότερα αντηχούσε η ώρα
μα η ώρα δεν ήρθε ποτέ,
ίσως ναυάγησε στο δειλινό.
Φωνές και ψίθυροι
έσκιζαν την ερημιά του αγέρα,
η νύχτα είχε αποσύρει τα αστέρια της.
Το ένιωθα, κάποιο βλέμμα
κοίταζε με τα δικά μου τα μάτια
και περπατούσε με τα δικά μου βήματα.
Μια όμορφη μελανόμορφη φιγούρα
φώτισε τον σκοτεινό δρόμο,
σαν μια ενεστωτική ροή,
σαν αινιγματικός χώρος
σε ερημωμένους χρόνους.
Κλείνω την πόρτα, τα παράθυρα,
αφήνω τον κόσμο να φύγει,
τέλειωσε το ταξίδι το ακαθόριστο,
ουρανός και έρημος οι γειτονικοί δρόμοι.
Ψηλώνει το φως, πυκνώνει το σκοτάδι,
ένας δυϊσμός φυτρώνει στα εσώτερα.
Ο μύθος είναι το τίποτα που είναι το παν.
Η μοναδική σταθερά των ανθρώπων
είναι το Χάος της μεταμόρφωσης.
Από την Νύχτα και το Χάος
ξεπετάγεται γυμνός ο Έρωτας!
|
 |  |  |  |  |  | | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 1
| |  | | | | |  |
|