| | ΞΑΦΝΙΚΑ
Μονόλογοι.
Η νύχτα ήταν σκοτεινή και κρύα,
και η Πόλη ήταν έρημη.
Μια γυναίκα περπατούσε μόνη της,
με τα χέρια στις τσέπες και το κεφάλι
χαμηλά. Είχε μόλις βγει από το σπίτι
του άντρα που αγαπούσε, και η καρδιά της
ήταν ραγισμένη.
Τον αγαπούσε από την πρώτη στιγμή
που τον είδε. Ήταν ένας όμορφος άντρας
με μαύρα μαλλιά και γαλάζια μάτια,
και η γυναίκα ήταν έτοιμη να κάνει τα πάντα
για να τον κάνει δικό της.
Αλλά ο άντρας δεν την αγαπούσε.
Της είχε πει ότι ήταν πολύ καλός φίλος,
αλλά ότι δεν ένιωθε το ίδιο για εκείνη.
Η γυναίκα είχε προσπαθήσει να τον πάρει,
να τον κάνει να αλλάξει γνώμη,
αλλά ήταν πολύ αργά.
Η απογοήτευση και η θλίψη την κατέκλυζαν.
Πώς ήταν δυνατόν να μην την αγαπάει;
Τι είχε κάνει λάθος;
αναρωτήθηκε και συνέχισε να περπατάει,
χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει
Η Πόλη ήταν σκοτεινή και έρημη, και εκείνη
ένιωθε σαν να ήταν η μόνη άνθρωπος στον κόσμο.
Ξαφνικά, άκουσε ένα θόρυβο πίσω της.
Γύρισε και είδε έναν άντρα να την πλησιάζει.
Ήταν ένας άγνωστος, αλλά το χαμόγελό του
ήταν ζεστό και φιλικό.
"Είσαι καλά;" την ρώτησε, βλέποντας
το θλιμμένο πρόσωπό της.
Εκείνη του εξήγησε τι είχε συμβεί,
και ο άντρας την άκουσε με συμπάθεια.
"Θα περάσει," της είπε. "Θα βρεις κάποιον
που θα σε αγαπήσει για αυτό που είσαι."
Τον κοίταξε, και για πρώτη φορά ένιωσε
ένα αίσθημα ελπίδας. ίσως ο άντρας είχε δίκιο.
Ίσως υπήρχε κάποιος εκεί έξω που την αγαπούσε.
Ο άντρας την πήρε από το χέρι και την οδήγησε
σε ένα μικρό καφέ. "Έλα, θα πιούμε ένα καφέ
και θα μιλήσουμε," της είπε.
Εκείνη τον ακολούθησε, και για πρώτη φορά
μετά από πολύ καιρό, ένιωσε ένα αίσθημα ηρεμίας.
Ίσως η ζωή δεν ήταν τόσο άσχημη όσο φαινόταν.
Κάθισαν στο καφέ, και άρχισαν να μιλάνε.
Ο άντρας την άκουγε με προσοχή,
και η γυναίκα ένιωθε ότι μπορούσε
να του πει τα πάντα.
"Πώς σε λένε;" τον ρώτησε η γυναίκα,
αφού είχαν μιλήσει για λίγο.
Ο άντρας χαμογέλασε. "Δεν έχει σημασία," είπε.
"Αυτό που μετράει είναι ότι είμαι εδώ, και ότι μιλάμε."
Η γυναίκα χαμογέλασε. "Έχεις δίκιο," είπε.
"Ας μην μιλάμε για ονόματα. Ας μιλήσουμε για τη ζωή,
και για το τι μας κάνει να νιώθουμε ζωντανοί."
Ο άντρας ένιωσε ένα κύμα από συναισθήματα.
Η γυναίκα αυτή ήταν διαφορετική από όλες τις άλλες.
Ήταν ζεστή, φιλική, και τον έκανε να νιώθει ότι ήταν
ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο.
Ήπιαν τον καφέ τους, και μιλούσαν για ώρες.
Η νύχτα προχωρούσε, και η πόλη γινόταν
όλο και πιο ήσυχη. Η γυναίκα ένιωσε ότι είχε
βρει έναν φίλο, κάποιον που την καταλάβαινε
και την αγαπούσε γι' αυτό που ήταν.
Ξαφνικά, ο άντρας την κοίταξε στα μάτια.
"Θέλεις να πάμε σπίτι μου;" την ρώτησε.
Εκείνη ένιωσε ένα ρόδινό να διατρέχει το σώμα της.
"Ναι," είπε, χωρίς να σκεφτεί.
Ο άντρας χαμογέλασε, και την πήρε από το χέρι.
"Έλα," είπε, και την οδήγησε μέσα στο σπίτι.
Εκείνη ένιωθε ότι ήταν σε ένα όνειρο,
ότι όλα αυτά δεν ήταν αληθινά.
Ο άντρας την οδήγησε στο σαλόνι, και
την κάθισε στον καναπέ. "Θέλεις να πιείς κάτι;" την ρώτησε,
με ένα χαμόγελο.
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι. "Ναι, ευχαριστώ,"
είπε, με μια φωνή που μόλις ακουγόταν.
Ο άντρας πήγε στην κουζίνα, και η γυναίκα
τον άκουγε να κινείται, να ανοίγει και να κλείνει
ντουλάπια. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι ήταν ζεστή
και άνετη, και η γυναίκα ένιωθε ότι μπορούσε
να χαλαρώσει.
Ο άντρας επέστρεψε με ένα ποτήρι κρασί,
και το έδωσε στη γυναίκα. "Για σένα," είπε,
με ένα χαμόγελο.
Εκείνη πήρε το ποτήρι, και οι δάχτυλοι τους άγγιξαν.
Η αίσθηση ήταν ηλεκτρική, και η γυναίκα ένιωσε
ένα ρόδινό να διατρέχει το σώμα της.
Ο άντρας κάθισε δίπλα της, και η γυναίκα ένιωσε
την παρουσία του, την ζεστασιά του.
"Είσαι πολύ όμορφη,
" είπε, με μια φωνή που μόλις ακουγόταν.
Εκείνη χαμογέλασε, και ο άντρας ένιωσε
ότι η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά.
"Εσύ είσαι ο όμορφος," είπε, με ένα χαμόγελο.
Άπλωσε το χέρι και άγγιξε το πρόσωπο
του άντρα. Η αίσθηση ήταν ηλεκτρική,
και ο άντρας ένιωσε ένα ρόδινό
να διατρέχει το σώμα του.
"Είσαι τόσο όμορφος," του είπε,
με μια φωνή που μόλις ακουγόταν.
Ο άντρας ένιωσε ότι η καρδιά του σταμάτησε
να χτυπά. "Εσύ είσαι η όμορφη," είπε,
με μια φωνή που μόλις ακουγόταν.
Εκείνη χαμογέλασε, και ο άντρας
την τράβηξε κοντά του. Τα χείλη τους ενώθηκαν
σε ένα πάθος γεμάτο φιλί, και ο κόσμος γύρω τους
έπαψε να υπάρχει...
Η νύχτα προχωρούσε, και ο έρωτας τους μεγάλωνε.
Τα σώματά τους ενώθηκαν, και οι ψυχές τους έγιναν μία.
ήταν χαμένοι στον έρωτα,
και τίποτα δεν μπορούσε να τους χωρίσει.
Ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει, και η πόλη ξύπνησε
από τον ύπνο της. Η γυναίκα και ο άντρας ήταν ακόμα
αγκαλιασμένοι, με τα χέρια τους να είναι πλεγμένα.
"Καλημέρα," είπε ο άντρας, με ένα χαμόγελο.
"Καλημέρα," απάντησε εκείνη, με ένα χαμόγελο.
Κάθισαν για λίγο σε σιωπή, απολαμβάνοντας την
παρουσία του ενός στον άλλον.
"Θα σε ξαναδώ;" την ρώτησε.
Εκείνη χαμογέλασε. "Ναι," είπε.
"Θα με ξαναδείς."
Ένιωσε ότι η καρδιά του πως σταμάτησε
να χτυπά. "Πότε;" ρώτησε, με μια φωνή
που μόλις ακουγόταν.
Εκείνη άπλωσε το χέρι της και άγγιξε
το πρόσωπο του "Σύντομα,
" είπε, με ένα χαμόγελο.
Εκείνος χαμογέλασε, και
την τράβηξε κοντά του. Τα χείλη τους ενώθηκαν
σε ένα παλμό πάθους.
Βαγγέλης Βουτσίνος 22-11-2025
|
 |  |  |  |  |  | | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| |  | | | | |  |
|