|
| Ο Pedro δεν μπορεί να πει | | | Μετάφραση από ένα βραζιλιάνικο παραμύθι που ξετρύπωσα στο δίκτυο. Εμένα με έκανε να δακρύσω. | | ...κάποια μέρα η Αλίκη, η μοναχοκόρη του αφέντη Correa, βγήκε απ'τη
φάρμα και πήγε προς τα δάση. Καθώς απομακρύνθηκε από το αυστηρό
βλέμμα του πατέρα της, και θαυμάζοντας τα εξαίσια τοπία που φανερώνονταν μπροστά στα παρθενικά της μάτια, χάθηκε μέσα στην πυκνή βλάστηση. Ξαφνικά, μια ανεξήγητη αίσθηση φόβου διαπέρασε εκείνο το αγγελικό μα και γυναικείο σώμα. Έτρεξε, φώναξε, ένοιωθε τις δυνάμεις της να εγκαταλείπουν το σώμα της, και αγκάθια να τρυπάνε το αλαβάστρινό της δέρμα. Μια τελευταία ανάσα, και μετά γκρεμίστηκε χωρίς αισθήσεις στο έδαφος.
Στο ηλιοβασίλεμα, όταν ήχησε η καμπάνα της φάρμας καλώντας τους σκλάβους από τις δουλειές τους για ένα φτωχικό γεύμα, η απελπισία του αφέντη Correa για την εξαφάνιση της κόρης του ήταν απερίγραπτη. Διέταξε τη συνάθροιση των μαύρων, και για πρώτη φορά με μειλίχιο και υποτονικό τρόπο, ο σκληρόκαρδος άρχοντας δήλωσε πως θα χαρίσει άμεσα την ελευθερία σε όποιον δούλο του έφερνε πίσω την αγαπημένη του Αλίκη.
Οι σκλάβοι ελάχιστα πίστεψαν στα λόγια του, αφού γνώριζαν πως η πέτρινη καρδιά του είχε μόνο για λίγο μαλακώσει από την απώλεια. Λάτρευαν όμως την Αλίκη, ένα παιδί αγγελικό και ευγενικό, και αμέσως παθιάστηκαν με την αναζήτησή της. Χωρίς τροφή ή νερό, και χωρίς ελπίδα για καμμία ανταμοιβή, καθένας έφυγε με την προσδοκία να'ναι αυτός ο πρώτος που θα φιλήσει το χέρι της μικρής Αλίκης.
Ο Pedro, ένας δυνατός και σκληροτράχηλος σκλάβος, ξαφνικά σταμάτησε το γρήγορο βήμα του. Το βασανισμένο από τα χρόνια της κακομεταχείρισης μυαλό του προσπάθησε να θυμηθεί την εικόνα της αγαπημένης του γυναίκας και της δίχρονης κορούλας του, που ο ανηλεής αφέντης του είχε πουλήσει για τιμωρία του. Σκέφτηκε να κρυφτεί, να φύγει, ή να γυρίσει την άλλη μέρα και να πει πως δε βρήκε τίποτα για την Αλίκη...
Αλίκη! από μόνο του αυτό το όνομα έδιωχνε κάθε σκέψη για εκδίκηση που έβραζε στο απλό του μυαλό, και στην αγνή του ψυχή. Μισούσε τον πατέρα, αλλά λάτρευε την κόρη. Σκούπισε τα δάκρυα απ'το εβένινο πρόσωπό του, και συνέχισε να ψάχνει.
Κουρασμένος μετά από ώρα σταμάτησε. Κάθησε να πάρει μια ανάσα, αλλά αμέσως τράβηξε την προσοχή του το θρόισμα των ξερών φύλλων, που μέσα του πνίγονταν ένας αναστεναγμός, πολύ κοντά στο σημείο που ήταν. Προχωρώντας προσεκτικά ανακάλυψε τη λευκή σιλουέτα μιας γυναίκας, σχεδόν αόρατη μέσα στο σκοτάδι.
-Δεσποινίς Αλίκη! -φώναξε ο σκλάβος με τη δυνατή του φωνή.
-Βοήθησέ με, σε παρακαλώ! Βγάλε με από'δω... Ποιός είναι; Μπαμπά; Φως... θέλω φως...
Ώρες αργότερα, φωλιασμένη μέσα στη δυνατή, μαύρη αγκαλιά του Pedro, η Αλίκη οδηγήθηκε πίσω στα δώματα του αρχοντικού.
Την επόμενη ημέρα ο Pedro ήτανε δεμένος σε ένα δοκάρι, και βαριανασαίνοντας προσπαθούσε να αντέξει το μαστίγιο... την τιμωρία, γιατί μετά την ένταση της προηγούμενης βραδιάς ήταν αποκαμωμένος και δε μπορούσε να δουλέψει.
Η Αλίκη, μόλις αντιλήφθηκε τι συνέβαινε στον σωτήρα της, απαίτησε από τον πατέρα της να κρατήσει την υπόσχεση που είχε δώσει την προηγούμενη ημέρα. Ελεύθερος επιτέλους, ο Pedro φίλησε τα χέρια της 'Αγίας Αλίκης' του, κι έφυγε χωρίς προορισμό.
Η ιστορία του Pedro μιλιόταν από στόμα σε στόμα. Ο μαύρος άντρας είχε βρει καταφύγιο στους λόφους, είχε χτίσει μια παράγκα κοντά στο ψιθύρισμα ενός μικρού καταρράκτη, και συχνά πήγαινε στην Ubatuba με μικρά κομμάτια χρυσού στα χέρια, που τα αντάλλασσε με καπνό, φαγητό και κρασί.
Κι ο αφέντης Correa είχε ακούσει την ιστορία, αλλά δεν την πίστεψε παρά μόνο όταν είδε με τα μάτια του τον Pedro με το χρυσάφι. Γεμάτος απληστία και φθόνο, αποφάσισε να πάρει στα χέρια του το χρυσάφι, και κάποιο βράδυ μαζί με τα πρωτοπαλίκαρά του πήγε στην παράγκα του Pedro και τον οδήγησε με το ζόρι πίσω στη φάρμα. Με βασανιστήρια, θα αναγκαζόταν να αποκαλύψει πού βρίσκει τον θησαυρό.
-Αφέντη... ο Pedro δε μπορεί να πει, γιατί...
Το μαστίγιο που έπεσε στο πρόσωπό του, δεν τον άφησε να ολοκληρώσει την πρόταση. Κι άλλα βασανιστήρια, κι άλλες απειλές, ώσπου άφησαν τελικά τον Pedro να αρχίσει να λέει την ιστορία του...
Τους είπε ότι πήγε να ζήσει σε κείνο το μικρό κομμάτι γης όπου και τον έπιασαν, ώσπου μια μέρα άκουσε ότι η αγαπημένη του μικρή, λευκή δεσποινίδα, εκείνη που της χρωστούσε την ελευθερία του, είχε πεθάνει. Πίσω στην καλύβα του, μια βαθιά θλίψη βάραινε την ψυχή του. Τα βράδια
δε μπορούσε να κοιμηθεί, καθώς νόμιζε ότι άκουγε από μακριά την κρυστάλλινη φωνή της κυρίας του να τραγουδάει μια όμορφη μελωδία. Και μια νύχτα, η πόρτα της καλύβας του άνοιξε, φανερώνοντας τη διάφανη, αέρινη φιγούρα μιας γυναίκας. Ήταν η Αλίκη! Σα να τον κρατούσαν δεμένο αόρατα χέρια δε μπορούσε να κουνήσει, άκουσε όμως καθαρά τη φωνή του οράματος που του μίλησε και του είπε:
-Pedro, μια μέρα ήσουν ο σωτήρας μου. Έχεις την ελευθερία σου, αλλά ξέρω ότι υποφέρεις σ'αυτή την εξορία που σε έφερε η σκληρότητα του πατέρα μου. Μη φοβάσαι, κι άκουσέ με. Όχι μακριά από εδώ, μέσα στα σπλάχνα της η γη κρύβει χρυσάφι. Θα'ναι δικό σου, με τον όρο ότι δε θα πεις ποτέ και σε κανέναν πού και πώς το βρήκες. Αν το πεις, η οργή του φαντάσματος που φυλάει το χρυσάφι θα πέσει πάνω σου, το καταλαβαίνεις; Γι'αυτό πρόσεχε, κι ακολούθησέ με...
-Αναθεματισμένε αράπη, τέλειωνε επιτέλους- τον διέκοψε άλλη μια φορά ο αφέντης Correa, χτυπώντας τον ξανά, όπου και όπως μπορούσε.
Ακούστηκε ο θόρυβος που κάνει ένα μεγάλο, βαρύ κορμί πέφτοντας στο έδαφος, όταν η ψυχή του το αφήνει...
...τώρα, ο Pedro δε μπορεί να πει...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
| ftx , f(x) , heretiq , gaizkin , epsilon_xi_76 , Ευτύχης Χαιρετάκης | | |
|
Ανώνυμο σχόλιο 05-08-2004 | Κι εμένα το ίδιο...Ευτύχη!!!! Τ Ε Λ Ε Ι Ο !!!Millie | | annaΤi 13-08-2004 | Πολύ συγκηνητικό Ευτύχη!!!! | | aliki 01-09-2004 | α ωραίο!!!!!!!! Τέλειο...πολύ μου άρεσε!Ώστε έτσι η μικρή Αλίκη ε?..:) | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|