Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132749 Τραγούδια, 271244 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Ο μεγάλος δρόμος β
 Στη δουλειά
 
Όλα μου φαίνονταν περίεργα, ζούσα σε καινούριο κόσμο, τα πάντα μου τραβούσαν την προσοχή. Αυτό διαπίστωσα από την πρώτη μέρα κιόλας. Το πρωινό ξύπνημα δεν με πείραξε καθόλου κι ας μην κοιμήθηκα τόσο καλά το βράδυ.
Είμαστε καμιά σαρανταριά, μαζί με αυτούς που έφερε το δεύτερο φορτηγό, απ' όλες τις ηλικίες, οι περισσότεροι είχαν ξαναδουλέψει στα κτήματα.
Συγκεντρωθήκαμε στο χώρο που περίμεναν τα φορτηγά, δεν είχε φέξει καλά ακόμα. Μπροστά στη φωτιά μας περίμενε ο επιστάτης με το μάγειρα, που έμελλε να γίνει το πιο αγαπημένο πρόσωπο για όλους εμάς τους πεινασμένους. Ένα καζάνι με τσάι και ένα ξύλινο τραπέζι με κούπες σιδερένιες πάνω του και ένα καλάθι με ψωμί. Αρχίσαμε να περνάμε μπρος από το τραπέζι παίρνοντας το ψωμί, την κούπα και μετά στο μάγειρα να μας τη γεμίσει.
Τα φορτηγά είχαν βάλει κιόλας μπροστά τις μηχανές, καταλάβαμε πως δεν υπήρχε και πολύς χρόνος για να φάμε με την ησυχία μας. Τελειώσαμε στα γρήγορα και ρίξαμε τις κούπες στο καλάθι του ψωμιού που είχε αδειάσει. Μετά γρήγορα ανεβήκαμε στα φορτηγά, που ξεκίνησαν πριν καλά-καλά καθίσουμε στους ξύλινους πάγκους.
Το πρωινό ταξίδι μας δεν κράτησε πάνω από μια ώρα. Βρεθήκαμε σε ένα καλαμιώνα που χανόταν το μάτι σου όταν προσπαθούσες να δεις το τέλος του. Στο τζιπάκι του επιστάτη που ήταν μπροστά, ήταν φορτωμένα τα εργαλεία, δικράνια και μασέτες. Μας χώρισε σε δυο ομάδες και μας μοίρασε τα εργαλεία. Μου έλαχε να πάρω δικράνι, έτσι νόμιζα. Μετά από καιρό κατάλαβα, πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Με φώναξε ο επιστάτης, μου έδειξε ένα μεγαλύτερο σε ηλικία άνδρα και μου είπε, να κάνεις ότι και αυτός.
Ξεκινήσανε να δουλεύουν από την αρχή του κτήματος σε σειρές των πέντε ατόμων, πίσω από κάθε ομάδα ακολουθούσε και ένας από μας που κρατούσαμε τα δικράνια. Μαζεύαμε τα καλάμια που έκοβαν οι μπροστινοί μας και τα κάναμε σωρούς, πίσω από μας ένας ακόμα που τα έκανε δεμάτια. Δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα, ώσπου άκουσα μια σφυρίχτρα να ηχεί και τρόμαξα, δεν είχα ξανακούσει κάποιο τόσο διαπεραστικό ήχο στη ζωή μου.
Είχαν έρθει τα φορτηγά με τις προμήθειες και είχαν φέρει νερό και τρόφιμα. Μόνο τότε κατάλαβα τη δίψα και την κούραση της πρώτης μέρας. Καθίσαμε καταγής, εκεί που είχαμε σταματήσει, με τα εργαλεία κοντά μας. Δυο από τους εργάτες ανέλαβαν να μας μοιράσουν το νερό, από ένα καζάνι μικρό που είχε μια ξύλινη κουτάλα μέσα. Δεν είχαμε το κουράγιο να διαμαρτυρηθούμε για το πόσο λίγο ήταν το νερό. Έπρεπε να φτάσει για όλους. Μισοσηκώθηκα, μία κουταλιά πρόλαβα να πιω γιατί η κουτάλα ήταν δεμένη στο καζάνι και οι εργάτες που το κρατούσαν προχωρούσαν προς τον επόμενο, που περίμενε πως και πως τη σειρά του. Μέχρι να τελειώσουν τη διανομή του νερού πέρασε περίπου ένα τέταρτο, ακούστηκε η σφυρίχτρα που μας καλούσε να ξαναπιάσουμε δουλειά.
Μέχρι να καταλάβω τι έγινε ξαναστρωθήκαμε στο ρυθμό μας. Τα φορτηγά είχαν ξεφορτωθεί από τις προμήθειες, είχαν ρίξει τα πλαϊνά της καρότσας κάτω και άρχισαν να το φορτώνουν οι εργάτες τα δεμάτια που είχαμε αφήσει πίσω μας. Μικρή η σοδειά, από μας αλλά είχαν να περάσουν και από τις άλλες ομάδες, που ήταν απλωμένες μέχρι το πρώτο χώρισμα του κτήματος. Όλα αυτά τα έβλεπα ρίχνοντας κρυφές ματιές γύρω μου, προσπαθώντας να μην καταλάβει ο επιστάτης που γυρνούσε πίσω μας την περιέργειά μου, για όλα τα νέα πράγματα που συνέβαιναν γύρω μου.
Με αυτό το ρυθμό φτάσαμε στο μεσημέρι, ο καυτός και ανελέητος ήλιος μας είχε ζεματίσει και τα ρούχα μας είχαν γίνει μούσκεμα. Είδα πως μερικοί είχαν φτιάξει κεφαλοδέτες με κάποιο σκισμένο ρούχο, για να τους κρατάει τον ιδρώτα που έτρεχε στο μέτωπο. Άντε και τον ιδρώτα τον κατάφερνες, με την κούραση τι μπορούσες να κάνεις;
Ακούστηκε η δεύτερη σφυρίχτρα για σήμερα, είχε περάσει το μεσημέρι και ήταν η ώρα για φαγητό, έτσι νόμιζα αλλά έκανα λάθος. Το φαγητό θα αργούσε ακόμα, λίγο νερό ακόμα και πάλι δουλειά. Η μέρα για να περάσει σήμερα θα αργούσε πολύ, μου φάνηκε αιώνας.
Ξανά στο ρυθμό, ξανά το δικράνι πάνω κάτω, τα μπράτσα μου είχαν αρχίσει να πονάνε. Άμαθος στις βαριές δουλειές, τα βρήκα λίγο σκούρα για πρώτη μέρα. Στην τρίτη σφυρίχτρα ήμουν σίγουρος ότι ήταν για το φαγητό. Δεν έκανα λάθος αυτή τη φορά, η διαδικασία η ίδια, το φαγητό λιγοστό. Ένας χυλός, ανάκατος με μερικά λαχανικά, απροσδιορίστου είδους. Μέχρι να πάει κάτω ήρθαν και πήραν τα ξύλινα πιάτα, τι πιάτα γαβάθες μικρές ήταν.
Ξαναστρωθήκαμε στη δουλειά, η κούραση μεγαλύτερη από πριν, τώρα κουβαλάγαμε και το φαγητό. Έτσι πέρναγε η μέρα μέχρι που άρχισε να πέφτει το βράδυ. Μόλις είχαν γυρίσει τα φορτηγά που είχαν αδειάσει το φορτίο τους στο μύλο που ήταν περίπου στη μέση του κτήματος. Ανεβήκαμε στα φορτηγά, φορτωμένοι με τόση κούραση, που δεν σε άφηνε ούτε να σκεφτείς. Ο δρόμος του γυρισμού μου φάνηκε μακρύτερος από το πρωί, σαν να ήταν ο διπλάσιος.
Φτάσαμε μετά από μια ώρα, ο ήλιος είχε χαθεί, μακριά στην πλευρά του δάσους. Μας περίμενε το φαγητό και μια φωτιά που φώτιζε ένα γύρο. Η ίδια πρωινή διαδικασία μας περίμενε και στο φαγητό. Καθίσαμε γύρω από τη φωτιά και τρώγαμε μηχανικά, προσπαθώντας να μην πέσουμε κάτω από την κούραση.
Πήραμε το δρόμο για τις καλύβες, με σερνάμενα βήματα, νόμιζα πως το κάθε πόδι ζύγιζε όσο όλο το σώμα μου. Σωριάστηκα πάνω στο άχυρο και με πήρε ο ύπνος αμέσως, δεν κατάλαβα πως. Σηκώθηκα μέσα στη νύχτα για κατούρημα, μια παράξενη ησυχία επικρατούσε στις καλύβες, δεν ακουγόταν το παραμικρό. Κατάλαβα πως η κούραση δεν είναι κανενός, αλλά όλων. Ξανάπεσα για ύπνο και κοιμήθηκα μέχρι το πρωί που άκουσα τη σφυρίχτρα να ηχεί.
Μια καινούρια μέρα άρχιζε, ήταν η πρώτη μου σκέψη. Όταν δοκίμασα να σηκωθώ κατάλαβα πως θα ήταν και δύσκολη. Ήμουν πιασμένος ολόκληρος, πόναγα σε όλο το σώμα. Αλλά ποιός νοιαζόταν, ο καθένας είχε το δικό του πόνο. Δε διέφερε σε τίποτα από την προηγούμενη. Μέχρι που γυρίσαμε το βράδυ, είχε σκεπάσει η κούραση τον πόνο. Έτσι πέρναγαν οι μέρες, βδομάδες, μήνες τα τελευταία τρία χρόνια.
Κάποια μέρα σε μια συγκέντρωση άκουσα πως το αφεντικό μας, άφηνε κάποιους να πάνε σχολείο. Πήγα και έπιασα τον επιστάτη, μου είπε πως δεν είχε κανένα παράπονο από μένα και πως θα το έλεγε στο αφεντικό. Η αγωνία μου μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, κοίταγα να πιάσω καμιά ματιά του επιστάτη αλλά τίποτα.
Πέρασαν μερικοί μήνες και κάποια μέρα με φωνάζει ο επιστάτης πριν φύγουμε και μου λέει, δεν θα έρθεις στο κτήμα, από σήμερα θα δουλεύεις στο σπίτι και πρόσεχε να είσαι καλός όπως και με μένα. Θα δουλεύεις στην κουζίνα και θα κάνεις όλες τις βαριές δουλειές. Θα κόβεις τα ξύλα και θα φροντίζεις τα κάρβουνα. Τον άκουγα αλλά δε με ένοιαζε η δουλειά όσο βαριά και να ήταν. Είχα γυμναστεί τόσο καλά από το δικράνι και το φόρτωμα, το σώμα μου είχε δέσει και είχε χάσει το παιδικό του σχήμα, που αυτά θα μου φαίνονταν παιχνιδάκι. Δεν είχα και πολύ δίκιο γιατί έπρεπε να σηκώνομαι πιο νωρίς από όλους μαζί με το μάγειρα. Με τον καιρό το ξεπέρασα, με βοήθησε και το σχολείο, που το περίμενα κάθε μέρα με αγωνία.
Μετά το σχολείο έκανα παρέα με κάποια αγόρια της ηλικίας μου και συζητάγαμε για πολλά και διάφορα. Ακόμα και για τις σχέσεις με το άλλο φύλλο που ήταν και το δημοφιλέστερο θέμα βέβαια. Μπροστά στο χάρτη είχαμε κάτσει ατέλειωτες ώρες προσπαθώντας να καταλάβουμε τι βλέπαμε. Βάζαμε τη φαντασία μας να τρέξει και να μας πει πως μπορεί να είναι ο κόσμος έξω από το κτήμα και το συνοικισμό.
Σε όλο τον καιρό που είχα φύγει από το χωριό μόνο τρεις φορές είχα μπορέσει να πάω στους δικούς μου. Τους πήγα προμήθειες και έδωσα και κάποια χρήματα στη μάνα μου για να μπορεί να τα φέρνει βόλτα. Περισσότερη αξία είχαν βέβαια τα είδη παρά το χρήμα. Μάζευα όσα περισσότερα χρήματα μπορούσα, έχοντας ακούσει πως για να ταξιδέψεις χρειάζεσαι πολλά. Το είχα βάλει στόχο και σκοπό να ξεφύγω από τα στενά όρια του κόσμου μου. Τις Κυριακές κατέβαινα με τους άλλους, με τα πόδια, σε μια κωμόπολη λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά.
Συζητώντας για διάφορα που έβρισκα ανιαρά προσπαθούσα να μαθαίνω για χώρες φιλόξενες που θα μπορούσα να έχω μια καλύτερη τύχη.
Κάποια μέρα αποφάσισα πως είχε έρθει ο καιρός να δω τι θα κάνω και πήγα να βρω κάποιον που είχε ταξιδέψει πολύ. Ήταν από τα μέρη μας, είχα ακούσει γι αυτόν από τους μεγαλύτερους. Ήταν γύρω στα 45, με γκρίζα μαλλιά, πάντα καλοντυμένος. Είχε δικό του σπίτι και ένα μικρό μαγαζάκι που πούλαγε διάφορα είδη, από βελόνες ως κουβάδες και από ζωοτροφές ως κονσέρβες. Είχα πάει στο μαγαζί του κάνα δυο φορές για να ψωνίσω και τον είχα ακούσει να συζητάει για χώρες μακρινές, που ο κόσμος περνάει καλά και που είχαν, τόσο παράξενα πράγματα. Καθόμουν και τον άκουγα και ξέχναγα γιατί είχα πάει εκεί.



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 5
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Πεζοπορεία
      Κατηγορίες
      Κοινωνικά & Πολιτικά,Γεγονότα - Ιστορία - Μυθολογία
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

karosmi@yahoo.gr
 
vas
15-11-2006 @ 16:15
πολύ ωραία το συνεχίζεις....
katia
15-11-2006 @ 18:04
::rol.::
ποτε δεν ειναι αργα για να πεις σε καποιον τις ευχες σου....
Χρονια σου πολλα, ευτυχισμενα και γεματα δημιουργια!!!
.............................
ελα βρε Μιχαλη, μη γελας...
ουτε μια βδομαδα δε περασε!!! ::blush.::
Τον μεγαλο δρομο σου, θα τον περπατησω μια μερα που θα ειμαι πιο ξεκουραστη....
Αστεροτρόπιο (Jeny)
15-11-2006 @ 18:57
ώσπου άκουσα μια σφυρίχτρα να ηχεί και τρόμαξα, δεν είχα ξανακούσει κάποιο τόσο διαπεραστικό ήχο στη ζωή μου.
.............
με Vas και Κάτια στα χρόνια πολλά!!!
annaΤi
16-11-2006 @ 17:05
::smile.:: Με τη Τζένη.... Πολύχρονος!!!! ::yes.::
agrampeli
18-11-2006 @ 05:16
πολύ με τραβά η ιστορία σου να συνεχίσω να την διαβάσω

έστο καί καθηστεριμένα χρόνια σου πολλά ::smile.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο