| Οι ακτίνες του ήλιου τρύπωναν μέσα από τις χαραμάδες των κατεβασμένων στοριών του σαλονιού, σκίζοντας την αποπνικτική ατμόσφαιρα απο τσιγάρα και σκόνη.
Τα αμέτρητα πολυχρησιμοποιημένα βιβλία θρονιάζονταν σιωπηλά στα ράφια προδίδοντας την γνώση του κατόχου τους.
Ο Συγγραφέας, χαμένος πίσω από χαρτιά και μια παλιά γραφομηχανή, προσπαθεί να αντλήσει απο τις ακτίνες του ήλιου, την ζεστασιά της έμπνευσης.
Τίποτα!
Πάει καιρός από τότε που έγραψε κάτι για το οποίο να είναι περήφανος.
Την βαριά ατμόσφαιρα, διέκοψε ένας εκκωφαντικός θόρυβος από τις σκάλες της πολυκατοικίας.
Για τρίτη φορά μέσα στον χρόνο, το διαμέρισμα του πάνω ορόφου, ξανά νοικιάστηκε.
Ποιος ξέρει ποια οικογένεια θα ενοχλεί το μεσημεριανό του ύπνο με καυγάδες ή τραπεζώματα.
Ποιος φοιτητής θα μαζεύει τους συνδαιτυμόνες της γονικής εκμετάλλευσης για να τους μεθύσει με μπίρες και ούζο.
Ποια χειραφετημένη κοπέλα θα ουρλιάζει υποκριτικά τον οργασμό της μες' τη νύχτα.
Ο θόρυβος τελείωσε. Η εγκατάσταση έγινε.
Το ρολόι του τοίχου ξεκίνησε την δεύτερη φωνή στις καμπάνες της εκκλησίας που βρίσκονταν 50 μέτρα πιο κάτω, ενημερώνοντας πιστούς και απίστους για την ώρα.
17:00
Στο τελείωμα της φάλτσης χορωδίας ρολογιού και καμπάνας, ακούστηκε εκείνο που έμελε να γίνει φώς, στο σκοτάδι της απουσίας της έμπνευσης. Το δοξάρι τρίφτηκε ηδονικά πάνω στις χορδές του τσέλου, δημιουργώντας στην αρχή μια ανατριχίλα και μετά μια αγαλλίαση στον συγγραφέα.
Η νέα ένοικος, που το φύλο της αποκαλύφθηκε μετά από μια ημέρα παρακολούθησης από το μπαλκόνι, παρά την βραδινή και επώδυνη δουλειά ως barwoman, έπαιζε τσέλο και μάλιστα ..με τον πιο μαγικό τρόπο.
Αλυσιδωτές ακούσιες κινήσεις έφεραν το μολύβι του συγγραφέα σε κάθετη θέση πάνω στο χαρτί, και άρχισε να γράφει. Το μυαλό, για πρώτη φορά υπάκουε σε αυτήν την πρωτόγνωρη εμπειρία χωρίς αναστολές.
Σε κάθε κρεσέντο, η μύτη του μολυβιού έπαιρνε φωτιά και σε κάθε πιανίσιμο, ίσα ίσα που έγλυφε το χαρτί φτιάχνοντας τις πιο εύστοχες, τρυφερές αλλά και αφυπνιστικές παραγράφους.
Ο χορός της πένας, ξεκινούσε κάθε μέρα στις 17:00, όπου ο συγγραφέας καθόταν στην καρέκλα του γραφείου του και περίμενε το έναυσμα.
Έτσι, πέρασαν παράγραφοι επί των παραγράφων με τις νότες να είναι αμέτρητες και τις σελίδες άλλες τόσες.
Ένα απόγευμα όμως, η μουσική σταμάτησε να παίζει.
Εκτός εαυτού ο συγγραφέας άνοιξε την πόρτα του και έφυγε τρέχοντας από τα σκαλιά στον πάνω όροφο.
Χτύπησε την πόρτα τόσο δυνατά που θα νόμιζε κανείς ότι θέλει να χειροδικήσει σε όποιον την άνοιγε.
Από την διπλανή πόρτα βγήκε η κα Ελένη, η καλοσυνάτη γριά που χρόνια τώρα έμενε μόνη της.
Η Ευτυχία έχει φύγει.... του είπε.
Για μια στιγμή κόμπλαρε με τα λεγόμενα της γριάς. Πως ήταν δυνατό να γνωρίζει ότι η κοπέλα που έμενε εκεί του προκαλούσε τόση ευτυχία.
Άντε να δούμε τώρα ποιος θα με αποκοιμίζει παίζοντας τσέλο, συνέχισε η κα Ελένη και αμέσως αυτός κατάλαβε ότι το όνομα της.. ήταν Ευτυχία.
Με διακριτικές ερωτήσεις έμαθε και το επώνυμο της αλλά και την γειτονιά στην οποία μετακόμισε.
Μετά από 1 εφιαλτική εβδομάδα επιστροφής στην άγονη πραγματικότητα, το πήρε απόφαση. Θα πήγαινε να την βρει.
Το σπίτι της Ευτυχίας βρισκόταν 5 στάσεις με το μετρό μακριά. Το κουδούνι της πόρτας της έγραφε: Ευτυχία.. είσαι εσύ.
Όταν άνοιξε η πόρτα, το μισοτελειωμένο του βιβλίο που κρατούσε στα χέρια,
πρόβαλε πριν ακόμη και από την ίδια του την προσωπικότητα.
Εκείνη τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο ζεστασιά και εκείνος με καρτερικότητα.
Μετά απο 1 χρόνο.
Η Ευτυχία και ο Συγγραφέας στην παραλία. Και οι δυο τους με πρόσωπο στην θάλασσα.
Αυτή, καθισμένη σε μια καρέκλα παίζει τσέλο στην παραλία και εκείνος σκυμμένος πάνω από ένα τετράδιο να γράφει κουνώντας χαρούμενα το κεφάλι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 7 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|