Ι
Είναι οι στιγμές που σπαράζεις,
όταν η υγρή ανάμνηση μιας ποθητής σάρκας
στεγνώνει στις παλλόμενες χορδές
στις κινήσεις των πλανητών
όπου η Πυθαγόρεια μουσική εξηγείται απλά
και οι ύμνοι του Ορφέα δε μοιρολογούν την Ευρυδίκη.
ΙΙ
Ήταν πολλά που έγιναν και μόλις τα χέρια έκλεισαν
εξέπνευσε και ο πειρασμός της φλέβας
να σπάσει, ν’ ανοίξει, να τρέξει τον καθάριο αγιασμό της εξιλέωσης
πάνω στην άτρωτη πέτρα
και στην ποθητή λαβωματιά του ήρωα
που φέρεται αλύτρωτα στο γυρισμό του πολέμου.
ΙΙΙ
Χαμήλωσα να δω τα χώματα του τόπου μου
τα χνάρια να εξιχνιάσω των δολερών χρόνων
αμείωτα και θαρρετά που ακόμα με κυνηγούν
την τελευταία στιγμή της νιότης μου ζητούν να εξαργυρώσουν
ανίκητοι καθώς, έχουν τη θέληση της δύναμης
να λούζουν την ψυχή με σήψη.
ΙV
Τελειώνω και αρχίζω το ταξίδι
σ’ ένα καράβι μαζί με τον Ερμή
που ξέρει να οδηγεί, αλλά δεν ξέρει ποιον οδηγεί…