| Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα χωριό κάπου στα Γιάννενα, ζούσαν κάτι παλιά και γέρικα ξωτικά. Προτού οι άνθρωποι γίνουν κακοί και άσπλαχνοι, τα ξωτικά έβγαιναν και λέγανε τα λεγόμενα, τα σημεία της ζωής. Ζούσαν ειρηνικά και αρμονικά όλοι τους. Μα κάποια μέρα οι άνθρωποι έγιναν άσπλαχνοι και η κακία φώλιασε στην καρδιά τους. Έτσι τα ξωτικά αναγκάστηκαν να φύγουν από το χωριό και να χαθούν. Άρχισαν να πιλατέυουν του ανθρώπους, πέρνοντάς τους την μιλιά. Και οι άνθρωποι έμεναν μουγκοί. Μη έχοντας την δύναμη να τα νικήσουν, φώναξαν έναν αρχιμάγο μήπως και καταφέρουν να τα διώξουν και να πάρουν πίσω την μιλιά τους. Όμως τα ξωτικά συνέχιζαν να παίρνουν την μιλιά των ανθρώπων. Ο Μάγος, αδύναμος κι αυτός να κάνει κάτι, αποφάσισε να φύγει από το χωριό λέγοντας ότι είναι καταραμένο από θεούς και δαίμονες κι γι αυτό δεν πιάνουν τα μάγια του.
Τότε λοιποί οι άνθρωποι έτρεξαν σε μάγισσες, χαρτορίχτρες και καφετζούδες, μήπως τους πούν τι να κάνουν, μήπως και τους δώσουν μία λύση. Τίποτα όμως. Τα ξωτικά συνέχιζαν να παίρνουν την μιλιά τους. Ένα βράδυ τα ξωτικά έφτασαν στο σπίτι του Δημάρχου και μιλώντας με την λαλιά του αδερφού του τον ανάγκασαν να βγεί έξω από το σπίτι και πήραν και εκείνου την μιλιά. Μετά έφτασαν στο σπίτι μιας ατρόμητης γυναίκας που δεν φοβήθηκε ποτέ τίποτα. Η κόνα* Πόπη. Την κρατούσαν από τα χέρια και την οδήγησαν προς το ποτάμι. Καθώς ένα από τα ξωτικά γύρισε, η κόνα Πόπη του παίρνει το μαντήλι και άρχισε να τρέχει μακριά. Εδώ πρέπει να σας πώ, ότι τα ξωτικά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα χωρίς το μαντήλι τους. Από εκείνο το βράδυ και κάθε βράδυ το ξωτικό πήγαινε στο σπίτι της κόνα Πόπης για να πάρει το μαντήλι του, το χρυσό αυτό μαντήλι. Όλα τα ξωτικά χάθηκαν από το χωριό, από τον φόβο τους να μην πάθουν και εκείνα το ίδιο και οι άνθρωποι βρήκαν ξανά την μιλιά τους. Το ξωτικό που είχε χάσει το μαντήλι του, έμεινε μόνο του να κλαίει την μοίρα του, που πήγε να το παίξει πονηρό για να πάρει την μιλιά της κόνα Πόπης. Χρόνια ολόκληρα περάσαν από τότε και το ξωτικό υπηρετούσε την κόνα Πόπη, παρά την θέλησή του, γιατί η κόνα Πόπη του είχε πεί ότι κάποια στιγμή θα του έδινε το μαντήλι του και θα γύρναγε στην συντροφιά του. Μέχρι που κάποια στιγμή η κόνα Πόπη πέθανε στα ξαφνικά. Το ξωτικό βρήκε το κρυμμένο μαντήλι του και το πήρε. Και από τότε πηγαίνει κάθε βράδυ στον τάφο της κόνα Πόπης και συνεχίζει να κλαίει και να της κάνει συντροφιά…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|