|
Μπήκε στο λεωφορείο με τη συνοδό του Δήμου,
“κάθισε εδώ Μαρίτσα” της υπέδειξε
κι αμέσως βρήκε μια γνωστή να κουβεντιάσει.
Το ευγενικό το βλέμμα της Μαρίτσας,
τα μαύρα ίσια της μαλλιά κοντοκομένα,
το πράσινο παλτό, τα καθαρά της ρούχα,
ο τρόπος που βολεύτηκε στην άκρη του καθίσματος,
έδειχναν αγωγή κι ανωτερότητα,
συνδυασμένα με αδιευκρίνιστη αναπηρία.
Δίπλα της ήδη καθισμένο, ένα κορίτσι
ίσα με δεκαοχτώ - είκοσι χρόνων,
τα χτενισμένα έξαλλα μαλλιά του,
τα σκουλαρίκια του στα χείλη και το φρύδι,
τ΄όμορφο πρόσωπο άψογα βαμμένο,
καταδεικνύουν παιδί της εποχής,
θρασύ στην όψη κι όπως όλα, φοβισμένο.
Άρχισε η Μαρίτσα την κουβέντα,
μα δεν ανταποκρίθηκε η μικρή,
αντίθετα έξω απ’ το παράθυρο, κοιτούσε ενοχλημένα.
Χαμογελούσε η Μαρίτσα συνεχίζοντας,
τον ευγενή κι αθώο μονόλογό της,
αναζητώντας μάταια τη ματιά της άλλης,
κι η συνοδός, χαμένη στα δικά της ενδιαφέροντα.
Πλησίασα ν’ ακούσω την ανάπηρη,
τι νάναι αυτά που λέει τόση ώρα
με επιμονή που καταντά ενοχλητική,
χαμογελώντας όμως, σα να το περίμενε.
Κι ανακαλύπτω το αυτονόητο σχεδόν,
απλά, η Μαρίτσα δεν μιλάει, δεν έχει λόγο
και πιθανότατα ούτε λίγη λογική.
Έχει όμως σίγουρα ευπρέπεια και ευγένεια,
και μια ευφράδεια τόσο ειδική…
και τόση ανάγκη για επικοινωνία,
που μένει πάντα δίχως ανταπόκριση,
ανέλπιδα χωμένη στη γωνία…
[align=center]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|