Έπειτα κατάλαβε γιατί οι άνθρωποι κλαίνε
Η γράφουν ποιήματα.
Απλώς έχουν ξεμείνει από βαμβάκι
Και πως αλλιώς να σταματήσουν την αιμορραγία
Και θυμάται πάντα τη μητέρα του να σιδερώνει με το πρόσωπο προς την πόρτα
Και να τον περιμένει να γυρίσει από το παιχνίδι
Έπειτα σήκωνε το κεφάλι της και τον κοίταζε
Έπαιρνε μια βαθιά ανάσα
Άργησες του έλεγε, λείπεις τόσο πολύ καιρό
Τώρα κατάλαβε πως απλώς η μητέρα του
Ετοιμαζόταν να πεθάνει και δεν είχε αντίληψη του χρόνου.