Υπήρχαν κι εκείνες οι νύχτες.
Άνοιξη.
Οι δρόμοι γεμάτοι κεριά.
Τα παιδιά να πετροβολάνε τα λουλούδια
και το σκυλί να γαυγίζει με το μάτι καρφωμένο πίσω απ’ τις πλάτη του.
Οπότε
έβρισκε παρηγοριά στο στήθος της
κι απ’ την ανάσα της
έπλεκε καινούργιες καλημέρες.
Αργά (πότε είναι αλήθεια αργά;)
Βέβαια
Κατάλαβε
Πως
Οι αγάπες που πέθαναν
δεν θα χρειαστεί να γίνουν χωρισμοί
Έτσι αποφάσισε να βγάλει το πένθος απ’ το σακάκι του.
Κράτησε βέβαια το θλιμμένο ύφος του.
Πάντα νοιάζονταν για την υστεροφημία του.