| Είδε στον ύπνο του εψές μια Δέσποινα θλιμμένη
με αλυσίδες στο βυθό νάναι σφιχτοδεμένη
το δίχτυ τότες έριξε για να την εσηκώσει
μα εκείνη το απόδιωξε να μη την εζυγώσει
Ποια είσαι συ αρχόντισσα μες την πυκνή τη λάσπη
που χέρι για βοήθεια απώθησες στην άκρη?
Κυρά Φροσύνη ήτανε το όνομα σαν ζούσα
και στο χαρέμι τ Αλβανού ολημερίς θρηνούσα
Τι έπραξες και σ έριξε ο τύραννος στη λίμνη?
μια οδαλίσκη ζήλεψε και τούπε έτσι να γίνει
Μα εγώ το χέρι σ άπλωσα πάνω να σ ανεβάσω
και τους καημούς σου μιας ζωής να σου καταλαγιάσω
Άσε με δύστυχε θνητέ δεν ξέρεις απ αγάπη
τι είναι να δίνεις την ψυχή και να εισπράττεις δάκρυ
Κάτι κι εγώ ο ταπεινός απ έρωτα γνωρίζω
σαν τον ιπτάμενο ολλανδό στις θάλασσες γυρίζω
Δώσμου λοιπόν το χέρι σου για να σε ξενερώσω
και έστω μέσα απ τόνειρο φιλί θερμό να νοιώσω
Τότε το χέρι τ άπλωσε κι έδεσε στο δικό του
στης λίμνης τα απάτητα να σβήσει τον καημό του
Τον βρήκαν σαν ξημέρωσε στις καλαμιές βγαλμένο
κρατώντας στη μια φούχτα του μαντήλι μουσκεμένο
Είχε ένα Φί απάνω του καθώς και τ αρχικά του
που η κυρά τα έσμιξε μαζί με τα όνειρα του
MZ
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|