| Ψηλό κατάρτι μοναχό, στην αμμουδιά γερμένο
σάπιο σκαρί απ΄ τον καιρό, αρμύρα φορτωμένο
κουφάρι ξύλινο νεκρό, στην άκρη πεταμένο
κάποτε ήσουν καθαρό, μα τώρα σκουριασμένο.
Θυμάσαι ρότες μακρινές που έσκιζες το κύμα
χορό στις φουσκοθαλασσιές, σαν να 'σουν μπαλαρίνα
λευκά πανιά κι ορτσάριζες, σαν άτι στο λιβάδι
κι έμοιαζες κύκνος μυθικός, σαν έπιανε το βράδυ.
Τώρα μονάχα τα σκυλιά σε κάνουνε παρέα
κι ένας γεροπαράξενος, με μια παλιά λιβρέα
έρχεται κάθε πρωινό και κάθετ' αντικρύ σου
και σε κοιτά και χάνεται, σβήνει κι αυτός μαζί σου.
Οτ' ήταν καπετάνιος σου όλους αυτούς τους χρόνους
κι αν ήταν εκείνος το μυαλό, εσύ 'σουν το κορμί του
κι έρχεται εκεί στο μνήμα σου κι αναμετρά τους πόνους
κι έτσι κοντά σου ένα πρωί, θα σβήσει και η ψυχή του.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 8 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|