| Μετά το μηδέν
Χάρης
Άλλη μια χειμωνιάτικη μέρα τελείωνε. Ο Χάρης άνοιξε το μοναδικό παράθυρο του σπιτιού που ήταν στην κρεβατοκάμαρα και κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Λίγα μαύρα σύννεφα τρέχανε εκεί, σχηματίζοντας περίεργες μορφές και σχήματα. Γύρισε τα μάτια του προς την πόλη που απλωνόταν κάτω προς τη θάλασσα. Εκεί η κατάσταση ήταν χειρότερη, διάσπαρτη η θάλασσα με άσπρα προβατάκια που αν συνέχιζε να φυσά, θα γίνονταν σα βουβάλια. Έχασε κάθε διάθεση να κατέβει στο χωριό, το χειμωνιάτικο τοπίο κάθε άλλο παρά ελκυστικό ήταν. Έκλεισε το παράθυρο βιαστικά και ξαναγύρισε στη ζέστη του κρεβατιού του. Η σύντομη αυτή επαφή του με την κρύα ατμόσφαιρα τον έκανε να μη θέλει να το αποχωριστεί. Έψαξε ένα γύρω να βρει το τηλεχειριστήριο, αλλά με την ακαταστασία της προηγούμενης βραδιάς, ήταν κάπως δύσκολο. Σήκωσε μερικά περιοδικά με το ένα χέρι, που είχε βγάλει από τα σκεπάσματα, αλλά μάταια. Έμεινε ξαπλωμένος ανάσκελα να κοιτά το ταβάνι, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα διάφορα παραμορφωμένα σχήματα που έφτιαχνε η σκιά, από το φως της λάμπας. Το τηλέφωνο τον έβγαλε από τις σκέψεις του και μ' ένα ύφος ενοχλημένο έψαξε να το βρει. Μετά το πέμπτο κουδούνισμα, το βρήκε κάτω από μερικά ρούχα του.
Μπρος είπε με βραχνή φωνή από τον ύπνο.
- Ρε βλαξ κοιμάσαι, άκουσε τη φωνή του φίλου του, σε λίγο νυχτώνει και είσαι ακόμα ξάπλα;
- Γιατί ρε συ πού θα βρω καλύτερα από το κρεβάτι μου;
- Ετοιμάσου και κατέβα σε περιμένουμε στου Στέλιου.
- Ποιοι είσαστε εκεί;
- Ρε άσε την ανάκριση και ξεκούνα, σε περιμένουμε.
- Καλά θα το σκεφτώ...
Άφησε το ακουστικό να πέσει πάνω στο τηλέφωνο βιαστικά λες και θα τον έκαιγε και ξανάβαλε το χέρι μέσα στα σκεπάσματα. Τι να φορέσω, σκέφτηκε. Έφερε στο μυαλό του την ακατάστατη εργένικη ντουλάπα του και απογοητεύτηκε με το αποτέλεσμα. Στο πλάι της ντουλάπας, μαζί με κάποια κρεμασμένα πουκάμισα στην κρεμάστρα, είδε το παλιό του τζιν, πολυφορεμένο αλλά καθαρό. Κάτι θα πρέπει να κάνω γι’ αυτήν την κατάσταση σκέφτηκε. Αύριο θα ξεκινήσω να μαζεύω τα ρούχα, είπε με το σταθερό κλισέ του εργένη, "αύριο", σκέφτηκε.
Ντύθηκε καλά για να αντιμετωπίσει τον άσχημο καιρό που είχε έξω και κατηφόρισε προς το μαγαζί του Στέλιου. Δεν πέρασε πολλή ώρα από το τηλεφώνημα και έφτασε στο καφενείο. Βρήκε την παρέα του να κάθεται στο βάθος, γύρω από δυο μαρμάρινα τραπεζάκια. Πάνω τους ο πρώτος γύρος με μεζέ, είχε κιόλας εγκατασταθεί.
- “Ένα καθαρό”, φώναξε ο Μητσάρας στον Στέλιο τον καφετζή.
- Έφτασεεε του απάντησε αυτός μιμούμενος το Χατζηχρήστο.
Η παρέα είχε κέφι, καλά έκανα και ήρθα σκέφτηκε ο Χάρης. Κοίταξε τα γνώριμα πρόσωπά τους λες και δεν τους είχε ξαναδεί, σαν να έψαχνε κάτι καινούριο πάνω τους. Τίποτε δεν είχε αλλάξει από χθες το απόγευμα, τίποτε. Η Ντένια, η Γωγώ κι ο Τάσος και ο Μητσάρας φυσικά, ήταν όλοι εκεί σε πλήρη απαρτία η παρέα. Ο Χάρης όπως πάντα σόλο, μη χαλάσει το γούρι βέβαια και βρει γυναίκα.
Το ατύχημα
Από τότε που χάθηκε η Κατερίνα, δεν βρήκε άλλη αδελφή ψυχή, ούτε και το ήθελε βέβαια. Τον πείραζαν οι άλλοι που και που και τότε αυτός έπεφτε σε μελαγχολία. Το μυαλό του γύριζε πίσω, δυο χρόνια πριν, τότε που αυτός και η Κατερίνα, καβάλα στη μηχανή, γύριζαν από μια εκδρομή που είχαν πάει στην βόρεια Εύβοια. Το κακό δεν άργησε να γίνει όταν σε μια κλειστή στροφή χωρίς ορατότητα, ένα μεγάλο φορτηγό τους έκλεισε το δρόμο μπαίνοντας στο δικό τους ρεύμα και στέλνοντάς τους σε ένα χαντάκι αποστράγγισης. Ο Χάρης πιο τυχερός έπεσε στα μαλακά, ενώ η Κατερίνα, παρ' ότι φορούσε κράνος, έσπασε το σβέρκο της και έμεινε επί τόπου. Ο πρώτος και μεγάλος έρωτας και για τους δυο, πάντα μαζί τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Είχαν να το λένε στις παρέες για τους δυο τους, τη συγκατοίκησή τους, την φροντίδα του ενός για τον άλλο.
Ο Χάρης έπαθε τέτοιο σοκ από το ατύχημα που έκανε έξι μήνες να βγει από το σπίτι. Είχε παρατήσει τις σπουδές στο ΤΕΙ Χαλκίδας και βολόδερνε σαν χαμένος. Μετά το εξάμηνο, τον κατάφεραν να βγει έξω, αλλά για τη μηχανή ούτε λόγος, εκεί στο γειτονικό χωράφι έμεινε, άφτιαχτη, στραπατσαρισμένη. Δεν ήθελε ούτε να τη δει, αλλά ούτε και να την πετάξει. Το δικαστήριο αργούσε ακόμα, ο οδηγός είχε παραδεχτεί το λάθος του αλλά τι να το κάνεις η Κατερίνα του δεν θα γύριζε πίσω. Πάνε πέρασαν αυτά, σκεφτόταν με λύπη. Προσπαθούσε να προσαρμοσθεί στη μοναξιά, να γεμίσει το κενό, να σταματήσει να σκέφτεται, ακατόρθωτο. Κυκλοφορούσε στα στέκια τους, έβλεπε τον κόσμο να κυκλοφορεί, αλλά αυτός πάντα μόνος. Του τραβούσε την προσοχή κάθε μπούκλα που κουνιόταν στο κεφάλι κάποιας κοπέλας. Νόμιζε πως θα γυρνούσε το κεφάλι της και θα του φανέρωνε το γλυκό πρόσωπο της Κατερίνας......
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|