| Ήσουν δεν ήσουν επτά χρονών
κι εγώ τέσσερα
τότε που σε πρωτοείδα στην παραλία,
είχες εκείνο το φορτηγάκι που ήταν αυτόματο,
μάζευε χώμα μόνο του
και ήρθα να παίξουμε και με έδιωξες
μα καθώς έφευγα με φώναξες,
γύρισα,
έπαιξα,
πήγες να με ακουμπήσεις,
εγώ τρόμαξα,
έτρεξα,
έφυγα.
Σε ξαναείδα το επόμενο καλοκαίρι,
που δεν μου μιλούσες
και μετά το παραεπόμενο τα ίδια και ύστερα,
δέκα καλοκαίρια μετά σε είδα να έχει φουσκώσει το στήθος σου
και να με κοιτάς περίεργα
και το ξέρω γιατί έτσι σε κοιτούσα κι εγώ
και πιο μετά τον επόμενο Ιούλιο έφερες και κάτι φίλες σου στο εξοχικό
και δόξασει ο Θεός γιατί η μία με ήξερε φατσικά
και μιλούσαμε όλη εκείνη τη βδομάδα
και προσπαθούσα τόσο πολύ να φανώ ωραίος και έξυπνος
και να μην σε κοιτώ στο στήθος και στα χείλια
και νομίζω πως με συμπάθησες λίγο,
αφού μου έδωσες και ένα τσιγάρο.
Κάηκα ολόκληρος,
γέλασες,
γέλασα κι εγώ.
Οι φίλες σου έφυγαν
κι εμείς χαθήκαμε ως το επόμενο καλοκαίρι
που αρχίσαμε να κάνουμε παρέα και ερχόμουν
και σ’ έπαιρνα από το σπίτι
θυμάσαι;
Και κάναμε την μεγάλη βόλτα γύρω από το βάλτο
και ύστερα πηγαίναμε στην παραλία,
ξαπλώναμε και κοιτούσαμε τα άστρα
και ονειρευόμασταν και τόσο που ήθελα να σε φιλήσω
αλλά δεν μπορούσα,
μέχρι που είδαμε φώτα εκεί στην παραλία
πέρα και το εκεί ήταν ένα καλοκαιρινό μπαρ,
άκου τώρα,
τι τους ήρθε να κάνουν μπαρ εκεί ,
στη μέση της ερημιάς;
Αλλά εμείς πήγαμε στο μπαρ,
γύρω στα τέλη Αυγούστου και με χόρεψες
και σε έκανα να γελάσεις με τις βλακείες μου
γιατί είχα μεθύσει,
αλλά κι εσύ ήσουν σούρα,
θυμάμαι πήγα να σε φιλήσω,
τραβήχτηκες
και ήπιαμε τόσο πολύ που κοιμηθήκαμε στην παραλία αγκαλιά.
Ξύπνησα και σε είδα από πάνω μου ήρεμη να χαμογελάς.
Τρόμαξες, σηκώθηκες, έφυγες.
Από τότε έκανα να σε δω άλλα δέκα χρόνια.
Τότε που ήρθες με εκείνον στο εξοχικό σου.
Ήρθατε κάτω από το μπαλκόνι μου.
Με φώναξες,
εγώ έβλεπα στην τηλεόραση τους ολυμπιακούς αγώνες,
τρόμαξα στην αρχή,
γύρισα, σε κοίταξα, σκίρτησα.
Χαμογελούσες
(Αλήθεια, γιατί χαμογελούσες;)
Σας φώναξα να ανεβείτε, μου είπες πως είστε περαστικοί,
επέμεινα.
Ανεβήκατε.
Αυτός,
ένα ωραίο παλικάρι, τίμιο, αλλά δεν σου έμοιαζε.
Καθόλου.
Ο Αντρέας.
Ο Αντρέας κι εσύ παντρευόσασταν.
« Μα αυτό είναι καταπληκτικό » είπα εγώ
« Συγχαρητήρια» και μου έδωσες την πρόσκληση και χαμογελούσες
σαν να με λυπόσουν που με έβλεπες έτσι να τυρανιέμαι για μερικές ψεύτικες λέξεις
και τσαντίστηκα που σε είδα να με κοιτάς έτσι
και ευγενικά σας πέταξα έξω από το σπίτι μου
εκείνη τη στιγμή,
με τη δικαιολογία πως είχε τώρα την άρση βαρών,
το άθλημα των Ελλήνων,
ο Αντρέας μου είπε πως δεν πολυασχολείται με τα αθλητικά,
και σκασίλα μου,
λες και ασχολούμουν εγώ
και φύγατε και εγώ έκλεισα την ηλίθια την τηλεόραση
και κατέβασα ένα μπουκάλι ουίσκι
και κοιμήθηκα στο μπαλκόνι.
Ο γάμος ήταν σε ένα μήνα, αλλά εγώ ντύθηκα,
ορκίζομαι,
από εκείνη την ημέρα που ξημέρωσα στο μπαλκόνι μου
και ήρθα στο γάμο, σας είπα ξανά συγχαρητήρια και έφυγα,
δεν ήρθα στο γλέντι,
δεν γούσταρα καθόλου μα καθόλου,
ούτε για την υποχρέωση.
Ήμουν 24 χρονών, χαμένος και ερωτευμένος μαζί σου από πάντα.
Με πλήγωσες.
Δεν ξαναμιλήσαμε από τότε.
Μια φορά, με πήρες τηλέφωνο,
θαρρώ έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε,
αλλά στο έκλεισα.
Δεν ξέρω γιατί.
Νομίζω τρόμαξα
γιατί σε σκέφτηκα στην άλλη άκρη του τηλεφώνου
να χαμογελάς με ένα τσιγάρο στο χέρι.
Έμαθα οτι χωρίσατε με τον Αντρέα.
Μου το είπες μια φορά που συναντηθήκαμε τυχαία στην αγορά.
Εγώ δεν σου μίλησα καθόλου, μόνο σε κοιτούσα.
Εσύ χαμογέλασες πικρά και έφυγες.
Από εκείνη τη μέρα πέρασαν τριάντα χρόνια μέχρι να ξανασυναντηθούμε.
Εσύ πέθανες.
Εγώ κόντευα.
Ήρθα στη κηδεία.
Έσκυψα από πάνω σου
και σε φίλησα με όσο πάθος είχα.
Με το πάθος πενήντα χρόνων.
Δεν έβγαλες άχνα.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 10 Στα αγαπημένα: 4
| | | | | | |
|