| Πάντα ήθελα να πετάξω…
Μ’ ένα βαρύ αχό τα σπιρούνια του ανέμου να δώσουν σύνθημα δροσερής ελευθερίας… Οι γκάιντες, οι κρυμμένες κάτω απ’ τα φτερά των πελαργών, να δώσουν τον ταξιδευτή ρυθμό και τα τύμπανα του πολέμου να ξεκουραστούν κάτω απ’ τις γρατζουνισμένες μπαγκέτες μου…
Να πετάξω ψηλά…
Σαν χειμώνας να κρυφτώ πίσω απ’ τα σύννεφα, να βλέπω μόνο ουρανούς και πνεύματα και κάπου κάπου αεροπλάνα, μαύρα και κόκκινα… Σαν παιδί να ισορροπήσω πάνω στο μωβ του ουράνιου τόξου… Σαν ηλιοβασίλεμα να γλιστρήσω πίσω απ’ τις πλαγιές και τον γύρο του κόσμου να κάνω μέχρι το επόμενο λυκαυγές των νεκρών ποιητών…
Να πετάξω ακόμα πιο ψηλά…
Να βάψω τα χέρια μου με το ασημένιο του φεγγαριού, να κυλιστώ σαν παιχνιδιάρικο ερπετό μέσα στην λάσπη μαυροκόκκινων σύννεφων, να κάψω τον λόγο μου μέσα σε τρικυμίες ηλιακής έξαψης…
Να πετάξω ψηλά…
Μέχρι εκεί που μπορεί να κοιτάξει η ψυχή ενός πελαργού, μ’ ένα χαμηλωμένο ζεστό βλέμμα να μου δώσει φτερά, χάρτη, πυξίδα… Και μετά να μη με ξαναδεί ποτέ…
“Άνοιξε τα φτερά σου, μπορείς να πετάξεις… Ακολούθα με…” μου είπε η μοίρα μου και πέταξε πρώτη… Ένας πυροβολισμός με σταμάτησε… Η μοίρα μου έπεσε νεκρή… Κι εγώ σαν γνήσιο κυνηγετικό σκυλί έτρεξα, την μάζεψα με τα δόντια μου και την παρέδωσα, κουνώντας την ουρά, στο αφεντικό μου… Έναν μαύρο κυνηγό…
Δικαίωσέ με και αύριο Ήλιε…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|